Οι Ελληνίδες της όπερας που μας μαγεύουν με τις φωνές τους
- 31 ΙΑΝ 2017
Πώς γίνεται στην χώρα της εύκολης διασκέδασης, του «ντιριντάχτα» και του «αμάν», των στίχων που το «μαχαίρι» ταιριάζει πάντα με το «καλοκαίρι», να ανθίζει ένα μπουκέτο από νέες όμορφες, ταλαντούχες και παθιασμένες λυρικές τραγουδίστριες που εξελίσσονται και δημιουργούν μία «νέα ελληνική παράδοση στην όπερα»; Γιατί επέλεξαν το λυρικό τραγούδι στην Ελλάδα της πίστας και της κρίσης; Ας γνωρίσουμε 5 υπέροχες γυναίκες της όπερας που μας απαντούν (και) σ’ αυτά τα ερωτήματα.
Δήμητρα Κωτίδου – Σοπράνο
Η οικογένειά της αγαπάει τη μουσική και έτσι από νωρίς, σε ηλικία 6 ετών ξεκίνησε μαθήματα πιάνου. Πριν από 10 χρόνια, όμως, ήταν η πρώτη φορά που μπήκε στην Εθνική Λυρική Σκηνή ως μέλος της παιδικής χορωδίας στην παραγωγή “Τόσκα”. Η πρώτη πρόβα στο θέατρο ήταν «η καταλυτική στιγμή που είπα πως αυτό θα κάνω στη ζωή μου, θα τραγουδάω όπερα. Ένιωσα σα να βρήκα το δεύτερο σπίτι μου στη σκηνή, στα παρασκήνια, στους διαδρόμους, στα κοστούμια, ένα συναίσθημα που ακόμα θυμάμαι». Ξεχωριστή θέση στην καρδιά της έχει η όπερα “Η Φόνισσα” του Γ. Κουμεντάκη βασισμένη στο διήγημα του Α. Παπαδιαμάντη σε σκηνοθεσία Α. Ευκλείδη στην οποία συμμετείχε πέρισυ. «Η επιβλητική μουσική, το οπερετικό στοιχείο μαζί με το παραδοσιακό μοιρολόι, η ατμόσφαιρα που έκανε το κοινό ν’ αναπνέει μαζί με την ηρωίδα έφερναν μια μοναδική αίσθηση στη σκηνή», θυμάται η ίδια. Έχοντας δημιουργήσει από μικρή μία μεγάλη γκάμα εμπειριών και τις βάσεις για μια διεθνή καριέρα η Δήμητρα στα 26 της ζει πλέον μόνιμα στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας καθώς εργάζεται στην Deutsche Oper am Rhein (Γερμανική Όπερα του Ρήνου). Αυτόν τον καιρό έκανε πρεμιέρα στο έργο Don Carlo του Giuseppe Verdi όπου ενσαρκώνει τον ρόλο του Tebaldo. Ταυτόχρονα συμμετέχει σε πολλές παραγωγές της Deutsche Oper am Rhein σε μικρότερους και μεγαλύτερους ρόλους όπως στον «Μαγικό Αυλό» του Mozart ως Παπαγκένα αλλά και ως Βασίλισσα της Νύχτας στην παιδική σκηνή. Επιπλέον στην Ελλάδα θα συμμετάσχει στη συναυλία της συμφωνικής ορχήστρας της ΕΡΤ στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά υπό τον Ν. Βασιλείου, τραγουδώντας με αγαπημένους φίλους και συναδέλφους στις 14 Φεβρουαρίου.
Για να γίνει κάποιο κορίτσι σοπράνο χρειάζεται καταρχάς… αγάπη για τη μουσική και διακαή επιθυμία να την εκφράσει. Προσωπικά πιστεύω πως το υποκριτικό στοιχείο είναι επίσης απαραίτητο.
Όταν ασχολείσαι με την όπερα εν μέσω πολιτισμικής κρίσης είναι εύκολο να ξεχωρίσεις λόγω της ιδιαιτερότητας του είδους. Το δύσκολο είναι να συγκινήσεις. Το κοινό προτιμά τα ρηχά ερεθίσματα, όχι όσα κοστίζουν πνευματικά και συναισθηματικά. Το λυρικό θέατρο, που αναπαριστά όλο το φάσμα των ανθρωπίνων συναισθημάτων έχει χρέος να το ανατρέψει αυτό και να φέρει το κοινό ξανά σ’ επαφή με τον εαυτό του. Πάντως η εύκολη και γρήγορη διασκέδαση δεν είναι μόνο ελληνικό “προνόμιο”.
Επειδή ακριβώς η όπερα δεν ανήκει άμεσα στην ελληνική παράδοση, μια βραδιά στην όπερα είναι συνειδητή επιλογή από το ελληνικό κοινό και αυτό το ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον γνήσιο και γοητευτικό. Δεν έχει υπάρξει κάποια δραματική αλλαγή στην προσέλευση κοινού στην όπερα, όμως το υπάρχον κοινό στην Ελλάδα είναι πολύ πιο ειλικρινές από ένα κοινό σε θέατρο του εξωτερικού που πηγαίνει στην όπερα λόγω παράδοσης.
Αν η ζωή μου μοιάζει με των πρωταθλητών; Ο παλμός και η ένταση στις πρόβες και στις παραστάσεις θυμίζει στίβο. Η διατροφή όχι τόσο!
Η Τόσκα είναι για μένα ρόλος-όνειρο, επειδή θα παραμείνει όνειρο και δεν θα την τραγουδήσω ποτέ. Δεν ανήκει στο ρεπερτόριό μου δυστυχώς, αλλά δε θα πάψει ποτέ να με ελκύει.
Ντίβες θα υπάρχουν, όσο θα ζουν γυναίκες-θρύλοι της όπερας όπως η Montserrat Caballé που είχα την τιμή να γνωρίσω και να τραγουδήσω για αυτή. Mετά από αυτές, ένα μεγάλο ποσοστό αυτής της νοοτροπίας είναι μια εστέτ απομίμηση.
Ζω στο Ντίσελντορφ μόνιμα πλέον. Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολο να βρω μόνιμη κατοικία, όπως για τους περισσότερους Έλληνες στο εξωτερικό – χρειάστηκαν τρεις μήνες. Λόγω της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα ήταν αδιανόητο για τους ιδιοκτήτες να εμπιστευτούν Έλληνα ενοικιαστή. Η Όπερα όπου εργάζομαι με βοήθησε πολύ και τελικά το τέλος ήταν παραπάνω από αίσιο. Στην καθημερινότητα οι διακρίσεις λόγω καταγωγής είναι σχεδόν μηδαμινές σε μια κοσμοπολίτικη πόλη όπως το Ντίσελντορφ.
Ονειρεύομαι περισσότερους και πιο περίπλοκους ρόλους για να κοινωνήσω περισσότερα με τους ανθρώπους, να είμαι απόλυτα ικανοποιημένη με το έργο που καταθέτω και να κάνω την οικογένεια, τους δασκάλους μου και όσους πιστεύουν σ’ εμένα, υπερήφανους.
Bάσια Ζαχαροπούλου – Σοπράνο
Η μητέρα της την πήγαινε από μικρή στο θέατρο, σε παραστάσεις μπαλέτου, συναυλίες και παιδικές παραστάσεις, ενώ στο σπίτι υπήρχαν κασέτες με κλασική μουσική τις οποίες άκουγε ξανά και ξανά. Μπαίνοντας στο ωδείο σε ηλικία 5 ετών για να σπουδάσει πιάνο δε φανταζόταν ότι στα 15 της, θα ξεκινούσε μαθήματα κλασικού τραγουδιού μετά από παρότρυνση του καθηγητή της στη Θεωρία της Μουσικής. Έξι χρόνια μετά και εντελώς τυχαία, αφού δεν είχε ολοκληρώσει τις σπουδές της, έδωσε την πρώτη της ακρόαση στην Εθνική Λυρική Σκηνή ως έκτακτη χορωδός. Στην ακρόαση τα κατάφερε και έτσι βρέθηκε σε δύο παραγωγές στο Μέγαρο Μουσικής και στο Ηρώδειο. Η εμπειρία στο θέατρο την μάγεψε: «τα κοστούμια, τα σκηνικά, η μουσική, η ορχήστρα, όλα αυτά τα όμορφα υλικά της συνταγής που ονομάζεται μουσικό θέατρο». Τότε αποφάσισε ότι θέλει να ασχοληθεί επαγγελματικά με αυτό. Έκτοτε πρωταγωνιστεί και συμμετέχει σε μεγάλες παραγωγές όπερας ωστόσο μία δουλειά που ξεχωρίζει είναι ο ρολος της κακομαθημένης Πριγκίπισσας στην παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής σε παγκόσμια πρώτη εκτέλεση της όπερας «Προσοχή! Ο Πρίγκιπας λερώνει», μια όπερα για παιδιά σε μουσική του Νίκου Κυπουργού και λιμπρέτο/σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου. Στη συνέχεια συμμετείχε στην ηχογράφησή της. Αυτόν τον καιρό συμμετέχει ως αντικαταστάτρια της συναδέλφου και φίλης της Μυρσίνης Μαργαρίτη στην παράσταση «Δον Ζουάν» σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Η ιδιαιτερότητα στη συγκεκριμένη παράσταση είναι ότι η τραγουδίστρια έχει αναλάβει να τραγουδήσει τις άριες από όλους σχεδόν τους ρόλους της όπερας του Μότσαρτ “Don Giovanni”. Εκτός αυτού όμως η Βάσια, ως τραγουδίστρια και ηθοποιός ηχογραφεί αυτόν τον καιρό, στο studio επερχόμενα projects μεταγλωττισμένων ταινιών κινουμένων σχεδίων αλλά και διαφημιστικά και φυσικά προετοιμάζεται για κάποιες ακροάσεις στο εξωτερικό.
Οι φωνητικές δυνατότητες αποτελούν την βάση για να ασχοληθεί ένα νέο κορίτσι με το κλασικό τραγούδι. Η φωνή όμως από μόνη της δεν αρκεί. Όπως είχε πει η Κάλλας: «Τι υπέροχη φωνή, αλλά ποιος νοιάζεται;». Χρειάζεται υποκριτική, μουσική κατάρτιση, εκφραστικά μέσα, ικανότητα κατανόησης του μουσικού κειμένου όσο και στην μετάδοσή του στο κοινό. Αυτά σε συνδυασμό με το ήθος, την ποιότητα του χαρακτήρα, την αισθητική, την επιμονή και την υπομονή θα συνθέσουν έναν τραγουδιστή ο οποίος θα μεταφέρει όλα αυτά στην τέχνη του.
Η Ελλάδα μπορεί να μην έχει την παράδοση άλλων χωρών στην όπερα, ωστόσο έχει περισσότερη από αυτήν που φανταζόμαστε.
Ως προς το σύγχρονο κοινό, πράγματι, είναι δύσκολο να μετατοπίσει κανείς τις συνήθειες και το γούστο του μέσου ακροατή και εν τέλει την αισθητική και την κουλτούρα του μέσου Έλληνα. Είναι κάτι που απαιτεί προσπάθειες σε πολλά επίπεδα και χρόνο.
Τα τελευταία χρόνια η Εθνική Λυρική Σκηνή, το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, το Μέγαρο, αλλά και ανεξάρτητες ομάδες μουσικού θεάτρου, προσπαθούν για ένα «άνοιγμα» της όπερας προς το ευρύ κοινό: παραστάσεις με ελεύθερη είσοδο, «όπερες της βαλίτσας» που ταξίδεψαν σε όλη την Ελλάδα, εκπαιδευτικά προγράμματα κλπ. Αυτά έδωσαν τη δυνατότητα σε ανθρώπους που δεν είχαν ως τώρα παρακολουθήσει όπερα να έρθουν σε επαφή μαζί της. Το αν όμως ένας θεατής θα θέλει να αποκτήσει ξανά μια τέτοια εμπειρία, εξαρτάται και από την ποιότητα του θεάματος για την οποία καλλιτέχνες και φορείς υπεύθυνα οφείλουμε να κάνουμε το καλύτερο δυνατόν.
Όπως ένας αθλητής προπονείται πριν κατέβει σε αγώνες έτσι και ένας τραγουδιστής της όπερας προπονεί το σώμα και τη φωνή του πριν από κάθε παράσταση, αλλά ακόμα και πριν από κάθε πρόβα. Ο οργανισμός του απαιτεί ξεκούραση, καλή φυσική κατάσταση, αποφυγή καταχρήσεων και φυσικά πολλές ώρες προσωπικής μελέτης. Μια βασική ωστόσο διαφορά είναι ότι ο τραγουδιστής έχει ως στόχο το αισθητικό αποτέλεσμα κι όχι το ρεκόρ.
Αν με τον όρο ντίβα χαρακτηρίζουμε μία άρτια λυρική τραγουδίστρια της οποίας οι επιδόσεις μαγεύουν το κοινό της και διαθέτει μια προσωπικότητα που ακτινοβολεί ήθος, τότε ναι, υπάρχουν λίγες τέτοιες ντίβες σήμερα. Υπάρχουν όμως και τραγουδίστριες, άρτιες μεν, αλλά με κακή επαγγελματική συμπεριφορά και παράλογες απαιτήσεις. Τέτοιες «ντίβες» μόνο κακό κάνουν στο λυρικό θέατρο στο οποίο η προσφορά υπερβαίνει τη ζήτηση.
Ένα από τα όνειρά μου είναι να δραστηριοποιηθώ στο εξωτερικό, στον τομέα του μουσικού θεάτρου. Δηλαδή εκτός από την όπερα, και στην οπερέτα και στο μιούζικαλ. Έχω παρακολουθήσει εξαιρετικές παραγωγές στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, στο Βερολίνο και αλλού, τις οποίες ζήλεψα.
Άννα Στυλιανάκη- Σοπράνο
Ως παιδί δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι θα ασχοληθεί με την όπερα ή με τη μουσική αν και πάντα της άρεσε να τραγουδά. Τελειώνοντας το δημοτικό την πληροφόρησαν οι γονείς της για το Μουσικό Σχολείο στη Θεσσαλονίκη. «Δε γνώριζα μουσική», θυμάται, όμως έδωσε εξετάσεις και πέρασε. Στο σχολείο ήταν πάντα μέλος της χορωδίας. Όταν στο λύκειο προστέθηκε το μάθημα της μονωδίας, ως μάθημα επιλογής «αποφάσισα να το παρακολουθήσω». Έτσι γνώρισε την κ. Χιονάτη Γκίνα , η οποία διέκρινε προσόντα στην Άννα για να ασχοληθεί με το κλασικό τραγούδι. Έδωσε εξετάσεις στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και την επέλεξαν. Από τότε το μαγικό ταξίδι στον κόσμο της όπερας ξεκίνησε. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Hochschule für Musik und Theater του Μονάχου, παρακολούθησε ανώτερα σεμινάρια τραγουδιού καθώς και σεμινάρια μελοδραματικής . H Άννα έχει κάνει και αυτή πολύ σημαντικές συνεργασίες. Ποιες ξεχωρίζει όμως;
«Την παράσταση “Μποέμ” της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με την οποία έκανα ντεμπούτο στην ΕΛΣ ερμηνεύοντας τον ρόλο της Μιμή, και η “Κάρμεν” που ανέβηκε τον περασμένο Ιούλιο στο Ηρώδειο, στην οποία ερμήνευα τον ρόλο της Μικαέλα.
Είναι απίστευτη εμπειρία να τραγουδάς σε αυτό το πανέμορφο αρχαίο θέατρο και μοναδικό συναίσθημα να σε παρακολουθούν 5.000 θεατές.
Επίσης, η συνεργασία μου με τον σκηνοθέτη Stephen Langridge , τον μαέστρο Λουκά Καρυτινό και τους αξιόλογους συναδέλφους ήταν πολύ σημαντική». Πριν από λίγο επέστρεψε από την Ολλανδία, όπου συμμετείχε στην όπερα “Οι γάμοι του Φίγκαρο” του Μότσαρτ. Το επόμενο διάστημα θα συμμετέχει σε συναυλίες και τον Μάιο στην όπερα Mademoiselle de Belle- Isle του Σπύρου Σαμάρα, η οποία θα ανέβει στο Μέγαρο με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών.
Η φωνή είναι η βάση που χρειάζεται κάποιος να έχει, ώστε να ασχοληθεί με το κλασικό τραγούδι. Το πιο σημαντικό όμως είναι ο χαρακτήρας. Χρειάζεται υπομονή, επιμονή, ένστικτο και γερό στομάχι , για να μπορέσεις να ανταπεξέλθεις . Υπάρχουν περιπτώσεις που κάποιοι είχαν πανέμορφη φωνή και δεν κατάφεραν πολλά , ενώ άλλοι με λιγότερες φωνητικές δυνατότητες κατάφεραν με χαρακτήρα και σκληρή δουλειά, να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα.
Πιστεύω πως το κοινό της όπερας τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα έχει αυξηθεί και το πιο ελπιδοφόρο είναι πως ολοένα και περισσότεροι νέοι άνθρωποι ενδιαφέρονται για την όπερα. Σ’ αυτό βοήθησαν και οι καλλιτεχνικές δράσεις της Λυρικής Σκηνής , εντός και εκτός Αθηνών.
Είναι όνειρό μου να ερμηνεύσω τον ρόλο της Cio Cio San, από την όπερα Μαντάμα Μπατερφλάι του Πουτσίνι. Ο Πουτσίνι είναι ο αγαπημένος μου συνθέτης. Ο συγκεκριμένος ρόλος με συναρπάζει λόγω της τραγικότητας του χαρακτήρα , η οποία γίνεται ακόμα πιο έντονη μέσω της τόσο όμορφης μουσικής που έγραψε ο Πουτσίνι.
Δεν μου άρεσε ποτέ ο όρος ντίβα. Θεωρώ απλά ότι υπάρχουν σημαντικοί καλλιτέχνες , οι οποίοι μέσω της τέχνης του δίνουν ζωή στην όπερα και βοηθούν στην εξέλιξή της.
Στόχος μου είναι να γίνομαι καλύτερος άνθρωπος και να εξελίσσομαι ως καλλιτέχνης , ώστε να μπορώ να εκφράζω τον εαυτό μου μέσω της τέχνης μου.
Διαμάντη Κριτσωτάκη – Μεσόφωνος
Οι γονείς της είναι και οι δύο καθηγητές μουσικής, οπότε μεγάλωσε μέσα σε ήχους από κλασική κιθάρα και πιάνο. Το κλασικό τραγούδι όμως άρχισε να το γνωρίζει σα μέλος της παιδικής χορωδίας του δήμου Ηρακλείου Κρήτης, όπου και πρωτοτραγούδησε σα χορωδός το έργο του Pergolesi “Stabat Mater”. Σπούδασε τραγούδι με την υψίφωνο Σόνια Θεοδωρίδου, αποκτώντας δίπλωμα μονωδίας με άριστα παμψηφεί και Α’ βραβείο. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές τραγουδιού στο Κέντρο Μουσικής «Λέοπολντ Μότσαρτ» του Πανεπιστημίου του Άουγκσμπουργκ (Γερμανία), ενώ παρακολούθησε σεμινάρια τελειοποίησης στο εξωτερικό . Από το Μάιο του 2012 είναι υπότροφος του οργανισμού Live Music Now, Yehudi Menuhin που σκοπό έχει την παρουσίαση καλλιτεχνικών εκδηλώσεων σε ειδικές κοινωνικές ομάδες. Η περσινή παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής «Ο Βαφτιστικός» με το ρόλο της Κικής ήταν για εκείνη μια πολύ όμορφη συγκυρία!
Η συνεργασία μου με το σκηνοθέτη Σίμο Κακάλα, καθώς και η παρουσία εξαιρετικών νέων συναδέλφων όπως της Άννας (Στυλιανάκη), έκαναν την εμπειρία αυτή μοναδική.
Μοναδική όμως εμπειρία ήταν και ο ρόλος της Κάρμεν που υποδύθηκε στην Όπερα της βαλίτσας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Αυτό τον καιρό μελετάει για μια συναυλία με έργα συνθετών της κλασικής περιόδου όπως Haydn και Mozart σε συνεργασία με μια συνάδελφο σοπράνο με τη συνοδεία κουαρτέτου εγχόρδων!
«Καλή φωνή» είναι κάτι που έχουμε όλοι μας από τη γέννησή μας, κάποιοι έχουν περισσότερες ευκολίες χειρισμού της φωνής τους και κάποιοι άλλοι λιγότερες. Σε κάθε περίπτωση χρειάζεται συνεχώς εξάσκηση και εξέλιξη και ειδικά για το κλασικό τραγούδι χρειάζονται δεξιότητες στην υποκριτική, το χορό και εμβάθυνση στη λογοτεχνική και μουσική ανθολογία.
Προσωπικά δε με απασχολεί τόσο να «ξεχωρίσω» όσο να έχω τη δυνατότητα να εκφράζω και να εξελίσσω τη δημιουργικότητά μου. Παράλληλα θα ήθελα να μπορώ να βιοπορίζομαι από την τέχνη μου, πράγμα δύσκολο στη χώρα μας λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κατάσταση.
Η σχέση του Έλληνα με την κλασική μουσική και με την όπερα ειδικότερα αλλάζει όσο έρχεται σε επαφή με αυτό το είδος. Καθετί που παρουσιάζεται με ερμηνευτική ειλικρίνεια και χωρίς «ελιτισμό» συγκινεί και αγγίζει τον αποδέκτη του. Νιώθουμε ότι δεν είναι πια ένα μουσικό είδος για λίγους, αλλά για όλους όσοι είναι ανοιχτοί στη συγκίνηση που προσφέρει αυτή η μουσική.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν σήμερα ντίβες της όπερας, υπάρχουν όμως προσωπικότητές που θαυμάζουμε σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας με διαφορετικό τρόπο σε σχέση με παλιότερα αφού το διαδίκτυο μας κάνει οικείο ακόμα και το πιο απόμακρο.
Ένας ρόλος που θα ήθελα να υποδυθώ είναι η Charlotte στο έργο Werther του Massenet. Είναι ένας ρόλος μιας γυναίκας που αντιμετωπίζει μια εσωτερική σύγκρουση και διχάζεται ανάμεσα στα θέλω και τα πρέπει της.
Θέλω πολύ να ανακαλύψω ήχους και είδη μουσικής διαφόρων πολιτισμών, να εξερευνήσω την επίδραση της μουσικής στο ανθρώπινο θυμικό και να συνεχίσω να βρίσκω νέους τρόπους να εκφράζω τη δημιουργικότητά μου σε αλληλεπίδραση με την κοινωνία και τις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες τις.
Λητώ Μεσσήνη- Υψίφωνος
To έντονα καλλιτεχνικό περιβάλλον της, τής έδωσε όλα τα απαραίτητα ερεθίσματα στην απόφασή της να ζει καλλιτεχνικά! Η μητέρα της σκηνοθέτις, ο πατέρας της μουσικός και φυσικά παιδικές παραστάσεις, συναυλίες, παραμύθια, μουσικές, θεατρικό παιχνίδι. Έτσι όταν ήταν μικρή, ξεκίνησε μαθήματα πιάνου, αρχικά στο σπίτι κι έπειτα στο Ωδείο Αθηνών ενώ παράλληλα, συμμετείχε στις χορωδίες του Ωδείου και του σχολείου. Μέχρι που κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι μεγαλύτερη απόλαυση βρίσκει στο τραγούδι. Κι έτσι γράφτηκε στη Σχολή Μονωδίας του Ωδείου Αθηνών, με μόνο ζητούμενο την καλλιέργεια της φωνής όμως αποφοίτησε με Άριστα παμψηφεί και έπαινο εξαιρετικής επίδοσης. Αυτό ήταν! Η όπερα την είχε κερδίσει και ένας ολόκληρος κόσμος απ’ όλες τις παραστατικές τέχνες ανοίχτηκε μπροστά της. Παρά το γεγονός ότι έχει μία μεγάλη και σημαντική πορεία στο κλασικό τραγούδι, εκείνη επιλέγει ως πιο ξεχωριστή στιγμή στην καριέρα της, τη « Φροσύνη» του Παύλου Καρρέρ με την ομάδα μουσικού θεάτρου «Ραφή» και την σκηνοθέτη Ζωή Χατζηαντωνίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Πέρα του ότι μας δόθηκε η ευκαιρία να δουλέψουμε υπό τη σκέπη ενός οργανισμού όπως το ΟΜΜΑ και μάλιστα με μία ομάδα εξαιρετικά ταλαντούχων συνεργατών, η Φροσύνη έχει και σημασία ιστορική. Πρόκειται για έργο που δεν είχε παιχτεί τα τελευταία 100 χρόνια κι εμείς το ανακαλύψαμε και το ανασυνθέσαμε, μουσικά, σκηνικά, ιστορικά κι ερμηνευτικά
Αυτόν τον καιρό, σχεδιάζει με την ομάδα «Ραφή» τα επόμενα βήματά της Φροσύνης εκτός Αθήνας και ίσως εκτός Ελλάδας ενώ ξεκινάει πρόβες για μία παιδική οπερέτα που θα γίνει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, την «Ιδέα» του Γκούσταβ Χολστ.
Εκτός από την καλή φωνή, για το κλασικό τραγούδι, χρειάζεται πειθαρχεία, διάθεση για δουλειά, πείσμα, αντίληψη. Η ωραία φωνή είναι ένα υλικό που για να εξελιχθεί, χρειάζεται να γίνουν διάφορες ‘ζυμώσεις’.
Η Ελλάδα έχει μία οπερατική παράδοση 2 αιώνων. Ήδη από τον 18ο αιώνα, ξένοι λυρικοί θίασοι περιόδευαν στα Επτάνησα δίνοντας παραστάσεις σε ελληνικά θέατρα, ενώ από τις αρχές του 19ου αιώνα, έργα Ελλήνων επτανήσιων συνθετών παίζονταν και εκτός Ελλάδας, με μεγάλη μάλιστα επιτυχία, αντάξια των αντίστοιχων οπερετικών έργων του εξωτερικού. Ακόμα και τα μετέπειτα, πιο ‘ελαφρά’ είδη μουσικού θεάτρου, η ελληνική οπερέτα, η επιθεώρηση, διατηρούν το λυρικό ιδίωμα στην αισθητική του ήχου.
Στην Ελλάδα, ο χώρος της Όπερας είναι ακόμα μικρός και οι δυνατότητες για εργασία –με την ύπαρξη ενός μόνο λυρικού θεάτρου- είναι ελάχιστες. Πρέπει κανείς μόνος του να δημιουργήσει τις ευκαιρίες που θα τον αναδείξουν. Έτσι, εκτός από ταλέντο χρειάζεται εργατικότητα, ευρηματικότητα και προσαρμοστικότητα.
Η όπερα είχε πάντα απήχηση στην Ελλάδα. Έτσι και τώρα οι παραγωγές εντός κι εκτός Λυρικής Σκηνής μαζεύουν ένα μεγάλο μέρος του κοινού. Κάθε γενιά διαμορφώνει τα δικά της αισθητικά πρότυπα. Σήμερα, η όπερα είναι εξωστρεφής κι επικοινωνιακή ως ανταγωνιστικό προϊόν πολιτισμού.
Ο λυρικός τραγουδιστής, όπως κι ένας πρωταθλητής, φτάνει το σώμα σε ακραίες καταστάσεις. Και μάχεται ενάντια στο χρόνο και τη φθορά που αυτός επιφέρει στην ανθρώπινη φύση. Το σώμα του είναι το όργανό του και πρέπει να το φροντίζει.
Από την άλλη, είναι αδύνατον να ζούμε σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον. Κι αυτό γιατί ο καλλιτέχνης έχει ανάγκη να ζήσει, να γνωρίσει, να διαβάσει, να παθιαστεί, να μαζέψει εμπειρίες που θα τις χρησιμοποιήσει στην τέχνη του.
Ντίβες υπάρχουν στο εξωτερικό. Εκεί το star system της όπερας είναι αρκετά ισχυρό. Στην Ελλάδα ένας τέτοιος όρος δεν υφίσταται.
Στόχος μου είναι να εξελίσσομαι σε αυτό που κάνω και η δουλειά μου να χαρακτηρίζεται από ποιότητα και ήθος. Θα ήθελα να δω την ομάδα Ραφή -την οποία δημιουργήσαμε με δύο φίλους και συνεργάτες (την Αναστασία Κότσαλη και τον Μιχάλη Παπαπέτρου) και τα τελευταία χρόνια κάνουμε δικές μας δουλειές-να κάνει βήματα και στο εξωτερικό.