Μιχάλης Σαράντης: «Το θέμα είναι να ζεις περισσότερο, παρά να μένεις στις αναμνήσεις»
- 21 ΦΕΒ 2020
Μεταξύ των λήψεων έκανε asanas. Και κάποια push ups. Η σύμπνοια σώματος και πνεύματος ήταν φανερή. Όταν μιλούσαμε τα μάτια του δεν έχαναν τον στόχο από τα δικά μου. Ανεπιτήδευτος, άμεσος, σοβαρός και γελαστός μαζί, απρόβλεπτος και ήρεμος. Ο Μιχάλης Σαράντης είναι σαν τη ζωή και τους κύκλους της. Είναι μια έντονη ενέργεια που ρέει στον χώρο, κάνει αισθητή την παρουσία της και σε παρασύρει μαζί της. Συναντηθήκαμε στον χώρο του Baumstrasse στον Βοτανικό και μιλήσαμε με αφορμή την ταινία «Απόστρατος» στην οποία πρωταγωνιστεί και την παράσταση «Αίας» που λόγω μεγάλης προσέλευσης κόσμου, μεταφέρθηκε στο Θέατρο Προσκήνιο και από 6 Μαρτίου θα παρουσιάζεται από Παρασκευή ως Κυριακή. Φεύγοντας από τον χώρο, έχω την αίσθηση ότι μόλις μίλησα με μια καθαρή, παλιά ψυχή. Μια ψυχή γεμάτη ταλέντο και αγάπη.
Το σώμα σου είναι σαν εργαλείο στη δουλειά σου, σαν προέκτασή σου. Το βλέπουμε και εδώ, το βλέπουμε και στη σκηνή.
Μα δεν είναι εργαλείο; Ο καθένας χρησιμοποιεί ό,τι μπορεί και όπως μπορεί. Αντιλαμβάνεται τι του χρησιμεύει τι του λειτουργεί, πώς μπορεί να μετασχηματίσει τα πράγματα και αφοσιώνεται προς τα εκεί. Δεν νιώθω ότι κάνω κάτι ιδιαίτερο με το σώμα μου. Το λέω γιατί υπάρχει μια παρεξήγηση, λέει κάποιος «αυτός κάνει παπάδες με το σώμα του», αλλά το θέμα για εμένα στο θέατρο δεν είναι το σώμα, είναι πάντα ο λόγος. Εγώ σε αυτόν δίνω έμφαση. Το σώμα ακολουθεί αυτά που λέγονται ή που δεν λέγονται.
Θεωρώ το σώμα ως ένα ακόμα μέσο έκφρασης, όπως είναι η φωνή, η ενέργειά σου και η σκέψη σου. Δεν έγινε συνειδητά, προέκυψε. Είδα κι εγώ ότι έχω μια έφεση στο να αποκωδικοποιώ πράγματα με το σώμα μου και μου άρεσε. Το μελετάω και το φροντίζω όπως μελετώ και φροντίζω τα πάντα.
Έχει κόπο;
Ναι. Αλλά αλήθεια, επί της ουσίας, τι δεν έχει κόπο; Αν θες να είσαι εντάξει με εσένα, δεν υπάρχει κάτι που δεν έχει κόπο. Τώρα αν δεν θέλουν να το βλέπουν οι άλλοι αυτό, τι να κάνουμε; Θέλω να πω, όλοι νιώθουν αθάνατοι αλλά δεν είναι έτσι. Δεν θέλουν να πιστέψουν ότι ο κόσμος υπήρχε για χιλιετίες πριν από αυτούς και θα συνεχίσει να υπάρχει για χιλιετίες μετά από αυτούς. Εσύ είσαι ο εφήμερος και ο προσωρινός. Αυτό αν δεν θέλει να το πιστέψει κάποιος είναι δικό του πρόβλημα, αλλά είναι αλήθεια. Όπως κι αυτό το παράδειγμα, λοιπόν, που σου έφερα έτσι κι αυτό: Τα πράγματα θέλουν κόπο. Αλλιώς δεν γίνεται. Φαίνεται όταν κάποιος έχει κοπιάσει γι’ αυτά.
Ο «Απόστρατος» είναι ο πρώτος σου πρωταγωνιστικός ρόλος. Ήθελες καιρό να κάνεις κινηματογράφο;
Ναι ήθελα, το σκεφτόμουν, το καλούσα. Τα καλείς τα πράγματα, τα ονειρεύεσαι. Κάποια περίοδο λίγο πριν έρθει η ταινία έλεγα «Πόσο θέλω να κάνω μια ταινία». Και ήρθε, ο Ζαχαρίας (σ.σ. ο σκηνοθέτης Ζαχαρίας Μαυροειδής) και ο «Απόστρατος», γιατί τον ονειρευόμουν. Η ταινία ήρθε σε μια πολύ ζεστή συνθήκη, ιδανική θα έλεγα. Ο Ζαχαρίας είναι ευγενής βαθιά και έστησε μια ταινία πολύ ωραία. Το αποτέλεσμα είναι πολύ τρυφερό και γλυκό και πολυεπίπεδο και με χιούμορ. Έχει κάνει μια πάρα πολύ ωραία ελληνική ταινία μυθοπλασίας. Με τους ηθοποιούς να είναι στον ίδιο υποκριτικό τόνο και με μια ιστορία που ανοίγει άλλες ιστορίες παράλληλα, στις οποίες ο καθένας μπορεί να δει ότι θέλει.
Παρένθεση. Η υπόθεση του “Απόστρατου” από τα χείλη του Μιχάλη Σαράντη: Αφορά στον 30αρη Άρη που είναι επιχειρηματίας από τη Γλυφάδα. Προσπαθεί αποτυχημένα να πουλήσει ένα στοκ από εσπρεσιέρες, τα βρίσκει σκούρα και μετακομίζει από τη Γλυφάδα -γιατί δεν έχει χρήματα και είναι στο χείλος της οικονομικής καταστροφής- στου Παπάγου όπου βρίσκεται το κλειστό σπίτι του παππού του, που ήταν στρατιωτικός. Ο παππούς ήταν ο φάρος της οικογένειας, όλοι έλεγαν μια ζωή γι’ αυτόν. Ο Άρης μπαίνοντας σε αυτό το σπίτι, έρχεται σιγά σιγά αντιμέτωπος με το παρελθόν του συναντώντας παιδικούς του φίλους. Επίσης, συναντά έναν συναγωνιστή του παππού του, τον Βάσσο. Πριν τον εμφύλιο ήταν συναγωνιστές και μετά χωρίστηκαν. Ο Άρης έρχεται μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία απέναντι σε μία ενηλικίωση προσωπική. Κλείνει η παρένθεση.
Με την πειθαρχία που είναι άμεσα συνυφασμένη με τον στρατό ποια είναι η σχέση σου;
Είμαι πολύ πειθαρχημένος. Έχω υπάρξει εντελώς απείθαρχος και πλέον υπάρχει μια φοβερή πειθαρχία σε σχέση με εμένα. Με εμάς είναι τα θέματα, δεν πειθαρχείς σε κάποιον. Δεν σου λέει η μαμά σου να μην πας κάπου και δεν πας. Ούτως ή άλλως όταν κάποιος σου λέει να μην πας κάπου, θα πας εκεί.
Σε τι βάζεις όρια στον εαυτό σου πια;
Σε ό,τι βάζει ένας άνθρωπος που κάποτε δεν είχε. Ό,τι μπορεί να φανταστείς, από το πιο απλό μέχρι το το πιο ακραίο. Η πειθαρχία έχει να κάνει πάρα πολύ με το να βάζεις όρια για να μπορείς με κάποιον τρόπο να υπάρχεις μέσα σε αυτά. Ούτως ή άλλως ελευθερία δεν υπάρχει. Ζούμε σε ένα σύστημα στο οποίο υποτίθεται ότι είμαστε ελεύθεροι, αλλά καθόλου ελεύθεροι δεν είμαστε. Παρ΄όλα αυτά πιστεύω ότι τα προσωπικά όρια σου προκαλούν μια ψυχική ηρεμία.
Πέραν αυτού για να μην ψευτοφιλοσοφώ, η δουλειά που κάνουμε, όπως μου αρέσει εμένα να την κάνω, απαιτεί πειθαρχία. Θέλω να είμαι πειθαρχημένος, θέλω να είμαι εντάξει με αυτό που κάνω. Όχι για τους άλλους ή για να μου πουν μπράβο, αλλά γιατί κάτι άλλο αναζητάω όταν θέτω κάποια όρια στον εαυτό μου. Θέλω να κοιμάμαι γιατί θέλω να πάω στην παράσταση και να είμαι ξεκούραστος, δεν θέλω να μιλάω πολύ πριν την παράσταση γιατί θα μιλάω δύο ώρες μετά. Δεν αναλώνομαι. Αλλά αυτό προϋποθέτει μια εσωτερική λειτουργία.
Χαμένος έχεις υπάρξει;
Έχω υπάρξει πολύ χαμένος όπως κι όλοι μας. Ως έφηβοι είμαστε τελείως χαμένοι, στη μετεφηβεία ακόμα πιο πολύ. Σου συμβαίνει η πρώτη σου απώλεια στη ζωή και λες «Έτσι είναι»; Χαίρω πολύ, έτσι είναι. Η ζωή είναι ατυχήματα. Καταρχάς ατύχημα είναι το ότι ήρθες. Πάλευαν εκατομμύρια σπέρματα και ήρθες εσύ κι αυτό πληρώνεις. Το θαύμα της γέννησης έχει και μια δυστυχία. Αυτό είναι το τίμημα του ότι ήρθες στη ζωή, το οποίο είναι πολύ σπουδαίο πράγμα, ότι θα πονέσεις. Γιατί βλέπεις ότι η ζωή τελειώνει. Το να μην είσαι πειθαρχημένος σε σχέση με τον εαυτό σου και τον κόσμο τον ίδιο δεν σε βοηθάει στο να ζήσεις την κάθε σου ημέρα. Χρειάζεται πειθαρχία για να καταλαβαίνεις ότι κάθε μέρα, φεύγει και μια μέρα από πάνω σου κι ότι αυτό είναι εντάξει.
Είναι μεγάλη συνειδητοποίηση να καταλαβαίνεις ότι από τη στιγμή που έρχεσαι στη ζωή βρίσκεσαι σε αντίστροφη μέτρηση. Δεν το λέω μοιρολατρικά…
Όχι, καθόλου. Έτσι είναι. Προσπαθούν οι άνθρωποι που πειθαρχούν να ανοίξουν έναν άλλο δρόμο επικοινωνίας με κάτι, είτε λέγεται φυσική είτε μεταφυσική, είτε πίστη σε κάτι.
Στόχο πότε βρήκες;
Δεν είναι θέμα στόχου. Είναι πότε καταλαβαίνεις ότι αυτό που αισθάνεσαι μπορείς να το μετασχηματίσεις σε κάτι. Έχεις μια μπάλα ενέργειας μέσα σου και βρίσκεις τι να την κάνεις. Για μένα αυτό είναι «βρίσκω τον στόχο μου». Εγώ αυτή τη μπάλα βρήκα με τον καιρό να την κάνω κάτι στο θέατρο.
Ήρθε αυτό καθώς πειραματιζόσουν με το τι να την κάνεις;
Όχι πολύ. Μπάλα έπαιζα πολύ, εκεί ξεσπούσαμε. Πλακωνόμασταν, ερωτευόμασταν, όπως όλα τα εφηβάκια. Αν έγινε κάτι ακραίο αυτό είναι ότι έχασα έναν συμμαθητή μου στην Α’ Γυμνασίου. Έφυγε από καρκίνο. Και γίνεται αυτό και ούτε που καταλαβαίνεις τι σου συμβαίνει. Ήταν κάπως μελαγχολικά τα πράγματα όπως καταλαβαίνεις. Γενικά οι έφηβοι νομίζω έλκονται από τα καταραμένα πρόσωπα, τους αυτοκτονικούς, γοητεύονται από το άγνωστο γιατί οι ίδιοι είναι μέσα στη ζωή.
Το θέατρο προέκυψε κάπως από σπόντα, μετά το σχολείο. Ένιωθα ότι πρέπει κάπως να πάει κάπου η κατάσταση. Έκανα τότε παρέα και ακόμα κάνω με δύο ζωγράφους. Ο ένας είναι ο Απόστολης Χαντζαράς που είμαστε μαζί στον Αίαντα. Εκείνοι με έφεραν σε επαφή λίγο περισσότερο με την τέχνη και από εκεί άνοιξε ένα σύμπαν τεράστιο για εμένα. Ένας φίλος από την ίδια παρέα, ο Στέλιος μού είπε το 2004 ότι θα πάει να γραφτεί σε μια Δραματική Σχολή κι έτσι πήγα κι εγώ. Έτσι ξεκίνησε.
Η σχέση σου με τους παππούδες σου πώς ήταν;
Πολύ ζεστή. Καταρχάς είχα τη γιαγιά Ελένη, τη μαμά του μπαμπά μου που ήταν η δεύτερη μαμά μου. Παθολογική σχέση. Εμμονή με εμένα. Πολύ δύσκολα, πολλή καταπίεση αλλά μέσα από το φίλτρο της αγάπης. Έτσι είχαν μάθει να αγαπάνε αυτοί οι άνθρωποι, με το να σε έχουν τόσο πολλή έγνοια. Με τη γιαγιά Ελένη είχαμε, λοιπόν, μια πολύ ιδιαίτερη σχέση, με χάιδεψε πολύ και με φρόντισε και με μεγάλωσε και εμένα και τις τρεις αδερφές μου. Τον παππού τον Μιχάλη δεν τον θυμάμαι πολύ αλλά θυμάμαι μια αυστηρή προσωπικότητα, με μετρημένο λόγο, «Αιαντικό» θα τον έλεγα. Με την έννοια ότι θα έλεγε: «Πιστεύω αυτό, δεν υπάρχει κάτι άλλο». Δεν υπήρχαν καμπύλες για εκείνον, μόνο ευθείες.
Τους γονείς της μητέρας μου τους έζησα λιγότερο. Η γιαγιά μου η Φανή ήταν πάρα πολύ ζεστό πλάσμα και τρυφερό. Και ο παππούς μου ο Αντρέας ήταν ένας παλίκαρος, άγριος. Στούμπας ήταν το επώνυμο του, γιατί τους στούμπωνε, πήγαινε κι έπαιζε ξύλο. Τζόρας πολύ. Και ο θείος μου που ζει είναι πολύ τζόρας και η μαμά μου ήταν κι εγώ είμαι. Αλλά λιγότερο. Γενικά αγάπη πήρα. Πολλή αγάπη.
Καταλαβαίνω ότι έχεις πολύ ζωντανές αναμνήσεις από αυτούς.
Ναι, τους έχω ζήσει. Αυτό είναι το χειρότερο, οι αναμνήσεις που λες. Το πώς διυλίζεις και μετασχηματίζεις την ανάμνηση σε κάτι σε παρόντα χρόνο και δεν… Το θέμα είναι να ζεις περισσότερο παρά να θυμάσαι. Πολλοί άνθρωποι μένουν στο θυμάμαι, στην ανάμνηση και χάνουν το τώρα. Γιατί θέλουν τα πράγματα να είναι σε μία ασφάλεια, ενώ η ζωή η ίδια σου λέει ότι δεν υπάρχει ασφάλεια. Κι εσύ θες συνέχεια να γυρίσεις πίσω σε κάτι, στην εποχή που ζούσε η μαμά σου, στην εποχή που σε κρατούσε η γιαγιά σου αγκαλιά, τότε που έβλεπες τον παππού σου κι έλεγες: “Πωπω, τι παλίκαρος”. Τώρα εσύ είσαι ο «παλίκαρος». Παλεύεις να είσαι ή κάποιος άλλος σε βλέπει έτσι. Eσύ πάντα θες να γυρίσεις εκεί, αλλά δεν γίνεται. Οπότε καλύτερα να ζήσεις. Να θυμάσαι, αλλά αυτό να σε κινητοποιεί να ζεις.
Έχεις πάντα αυτή την αντιμετώπιση λόγω των εμπειριών σου;
Υπάρχουν μέρες που είμαι βουτηγμένος μέσα στην ανάμνηση. Που θέλω να γυρίσω πίσω από εκεί που βγήκα. Δεν υπάρχει πιο ζεστό πράγμα. Έχασα τη μαμά μου πριν τρία χρόνια. Κι αυτό με σόκαρε πιο πολύ. Δεν θέλει κανείς να συνειδητοποιήσει ότι τα πράγματα γίνονται έτσι. Αλλά έτσι γίνεται. Αν ήξερα ότι θα συμβεί αυτό το πράγμα θα ήμουν πολύ πιο ανοιχτός και ζεστός, θα της είχα πει, θα μου ‘χε πει, θα ήμασταν πιο κοντά. Όχι ότι δεν ήμασταν, δεν έχω παράπονα τέτοια. Αλλά όταν δεν νιώθεις ότι τελειώνουν τα πράγματα, είσαι και πιο άνετος. Δεν είναι όμως έτσι. Είναι θέμα στάσης. Γι’ αυτό λέω ότι πρέπει να δούμε τι κάνουμε με τις σχέσεις μας, με την πειθαρχία μας, με την πίστη μας σε κάτι. Δεν λέω να πας στο άλλο άκρο, να ρουφάς την κάθε μέρα, carpe diem και τέτοια. Αλλά θέλει ένα μέτρο, μια συνειδητοποίηση.
Ήταν σκέψη δικιά σας και του Αποστόλη ο «Αίαντας»;
Δική μου. Το εργαστήριο του Αποστόλη, το ατελιέ του (που το λέω μαγαζί και με βρίζει), είναι ένας χώρος στον οποίο βρισκόμαστε οι φίλοι και λέμε από τα πιο χαζά μέχρι τα πιο σοβαρά. Ήμουν λοιπόν εκεί μια μέρα πριν από 4 χρόνια και του διάβαζα ένα απόσπασμα από τον Αίαντα και με τη μέθοδο της μονοτυπίας που την κάνει και στην παράσταση, μου έφτιαξε έναν Αίαντα ένα μέτρο. Του λέω, «Τι έκανες τώρα»; Δεν σκέφτηκα καθόλου εκείνη την ώρα να το κάνουμε παράσταση. Σκέφτηκα τη χαρά και την ομορφιά της αποκάλυψης αυτής, γιατί πίστεψέ με είναι πολύ μεγάλη χαρά να σου αποκαλύπτεται τόση ομορφιά σε τόσο μικρό διάστημα, ότι θα ήθελα να τη ζήσουν κι άλλοι. Έτσι ξεκίνησε.
Το λέγαμε σαν σκέψη ότι θα μπορούσε να γίνει παράσταση κι αυτό κράτησε περίπου τρία χρόνια. Μέχρι που κάποια στιγμή κούμπωσε το πράγμα. Ήταν καλοκαίρι και έπαιζα σε μία παράσταση της Αντιγόνης στην Έδεσσα, καθόμουν στον βράχο του σκηνικού και κοιτούσα ένα πλατάνι. Τελείωνε η παράσταση και για κάποιο λόγο μου ήρθε στο κεφάλι ο Γιώργος (σ.σ. Ο σκηνοθέτης Γιώργος Νανούρης). Πήγα στο σπίτι του, τού είπα αυτό που σκεφτόμουν για τον Αίαντα και ότι ήθελα να τον σκηνοθετήσει. Μου είπε «μέσα», χωρίς να το σκεφτεί. Την επόμενη ημέρα πήγαμε στο εργαστήριο του Αποστόλη κι αρχίσαμε. Ήρθε ένας άνθρωπος που το όνειρό μας, την ιδέα, τη ζωντάνεψε. Από ένας άνθρωπος γίναμε τρεις, ενωμένοι.
Τι είναι αυτό που σε ελκύει στον «Αίαντα»;
Σου είπα πριν για τους αυτοκτονικούς. Ο Αίαντας είναι ο πρώτος, δεν υπήρχε άλλος πριν από αυτόν (γελάει). Διαβάζεις ένα κείμενο νεότερος και σε συγκινεί που είπε ένας άνθρωπος: «Εγώ δεν θα μείνω, θα φύγω και αποφασίζω να φύγω ηρωικά». Προφανώς δεν έμεινε εκεί η σκέψη μου. Ο Αίαντας εμένα με γοητεύει σαν ιστορία. Αυτό που σκέφτομαι και νιώθω με αυτό το έργο είναι πως όταν παίζω θέλω να γιορτάζω τη μνήμη του Αίαντα και να μνημονεύω αυτή την ιστορία σαν να είμαι σε εκκλησία. Είναι ένα έργο που θίγει συνέχεια κάτι που θίγεται με έναν τρόπο και στον «Απόστρατο» και σε όλη μας τη ζωή. Τελειώνει μια εποχή και αρχίζει μια άλλη. Κάτι δύει και κάτι ανατέλλει σε αυτό το έργο. Δύει η ηρωική εποχή, η εποχή του δυνατού, του άνδρα της τιμής κι έρχεται η εποχή του πιο διπλωμάτη, του Οδυσσέα.
Με τη μετάβαση, ταυτίζεσαι;
Δεν ταυτίζομαι, με συγκινεί. Γιατί τα πράγματα είναι έτσι όλη την ημέρα. Και ο «Απόστρατος» αυτό περιγράφει, την ενηλικίωση ενός παιδιού. Ότι κάτι τελειώνει μέσα σου και κάτι άλλο πρέπει να ανοίξει για να προχωρήσεις. Και μετά από τρεις μήνες μάλλον θα ξαναγίνει το ίδιο. Ο Αίαντας μέσα σε αυτή την αλλαγή δεν χωρούσε, τον είχε ξεπεράσει η εποχή. Αν με συγκινεί κάτι, είναι ότι αυτός το κατάλαβε.
Εσύ νιώθεις ενήλικας;
Όχι βέβαια. Υπάρχουν στιγμές που είμαι βαρύς ψυχικά και μου τη σπάει πάρα πολύ αυτό. Δε νιώθω καθόλου ενήλικας.
Παίζατε με τον κόσμο πάνω στη σκηνή. Ευτράπελα υπήρξαν;
Τώρα θα παίζουμε κανονικά στο Προσκήνιο. Είναι ο ιδανικός χώρος για να μεταφερθεί γιατί πραγματικά δεν χωράμε πια και υπάρχει κόσμος που θέλει να δει την παράσταση. Δεν είναι ωραίο να μην χωράμε για κανέναν. Αλλάξαμε λοιπόν τις ημέρες και πήγαμε σε έναν χώρο λίγο μεγαλύτερο και πολύ ζεστό. Η σκηνή είναι πολύ κοντά, είναι αμφιθεατρική και είναι σαν αγκαλιά οι θεατές. Η απόσταση είναι τα πάντα στη δουλειά μας. Θέλαμε να κάνουμε μια τραγωδία δωματίου. Γίνεσαι κοινωνός της ιστορίας έτσι. Ο χορός του Αίαντα είναι ναύτες. Εγώ απευθύνομαι στο κοινό συνέχεια λες και είναι οι ναύτες. Και ήρθε κόσμος και μου είπε μετά: «Ρε συ θέλαμε να σε σταματήσουμε να σου πούμε, μην το κάνεις, μην σκοτωθείς. Άστους». Ευτράπελα δεν έχουν συμβεί. Κάτι σταυροκοπήματα μόνο όταν αποκαλύπτει ο Αποστόλης την πρώτη ζωγραφιά της Αθηνάς του στιλ: «Παναγιά μου τι είναι αυτό που είδα;». Δεν το πιστεύουν ότι έχει κάνει όλο αυτό σε ένα λεπτό.
Εκτός σκηνής τι κάνεις;
Ό,τι κάνεις κι εσύ. Πάω και τρώω, βλέπω ταινίες, κάθομαι με το κορίτσι μου, με τους φίλους μου. Πάω βόλτες με τη μηχανή, διαβάζω.
Ιδανικό πρώτο ραντεβού στην Αθήνα;
Βόλτα. Περπάτημα, μηχανή, αμάξι, βόλτα. Απλά να βρισκόμαστε στη γύρα.
Τηλεόραση βλέπεις;
Όχι, δεν προλαβαίνω. Βλέπω λίγο πριν κοιμηθώ καμιά ταινία, πάω στο σινεμά και βλέπω και καμιά σειρά ξένη. Είδα λίγο τις Άγριες Μέλισσες και το Κόκκινο Ποτάμι γιατί έχω και φίλους σε αυτές τις σειρές, είναι δικοί μας άνθρωποι. Είναι ωραίες παραγωγές, καλοστημένες, παίζουν ωραίοι ηθοποιοί. Είμαι χαρούμενος που ξαναγύρισε η μυθοπλασία στην τηλεόραση σε ωραίες συνθήκες.
Θα έπαιζες σε τέτοιες σειρές, δεδομένου ότι οι Άγριες Μέλισσες είναι σχεδόν καθημερινό;
Ναι, φυσικά. Δεν έχει να κάνει με το καθημερινό. Ίσα ίσα αυτό αποδεικνύει η σειρά αυτή αλλά και το άλλο σήριαλ. Ότι όταν γίνεται κάτι σοβαρά, δεν πάει να προβάλλεται και κάθε μία ώρα; Τα παιδιά δουλεύουν σαν σκυλιά και το βλέπεις. Δεν υπάρχουν πια αυτά. Αυτά είναι ταμπέλες για κάποιους ανθρώπους για να είναι καλά με τον εαυτό τους, αυτοί που τα κάνουν και αυτοί που δεν τα κάνουν. Δεν εξυπηρετεί κάτι άλλο. Το θέμα είναι αν κάνεις τη δουλειά σου καλά; Τα έχω δει, λοιπόν, λίγο για να μυριστώ τι συμβαίνει. Κατά τα άλλα βλέπω Netflix και ταινίες.
Με τι έχεις κολλήσει τελευταία;
Το τελευταίο που είδα και μου άρεσε πολύ ήταν το “Messiah”. Τώρα παίρνω παλιές ταινίες και βλέπω. Είδα τη «Χαμένη Λεωφόρο» του Lynch και τον «Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ». Τίτλους ταινιών που τους έχεις στο μυαλό σου και σου λέει κάποιος: «Το έχεις δει;» και απαντάς «Ναι» αλλά δεν τις έχεις δει στην πραγματικότητα. Πάω λίγο πίσω, λοιπόν, στο σινεμά. Αλλά είδα και όλα τα Οσκαρικά τώρα.
Ποιος ήθελες να πάρει το Όσκαρ;
Τα «Παράσιτα». Μου άρεσε πολύ και το «1917». Αυτή η ταινία σε τάραξε γιατί σε έβαλε τόσο μέσα και σου έλεγε: «Κοίτα, έχουν γίνει αυτά». Ωραίο σινεμά και οι δύο ταινίες πολύ. Και τώρα είναι ο «Απόστρατος», θα πάω να δω αυτό. 20 Φλεβάρη, στους κινηματογράφους από την Danaos Films. (Γέλια).
Info: «Αίαντας», Από 6 Μαρτίου, κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στο θέατρο Προσκήνιο, σε παραγωγή Μάριου Τάγαρη.
Ο «Απόστρατος» παίζεται από την Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου στους κινηματογράφους.
Ευχαριστούμε πολύ το Baumstrasse για τη φιλοξενία.