Την Κόρα Καρβούνη δεν την ενδιαφέρει η ύλη γιατί δεν της ανήκει τίποτα
- 13 ΔΕΚ 2018
Η Κόρα Καρβούνη λάμπει στην σκηνή ακόμα και όταν παίζει μια γυναίκα της Ρώσικης επαρχίας που κυκλοφορεί χωρίς μακιγιάζ και φροντίζει ένα σπίτι που πρόκειται να χαθεί. Λάμπει ως Βάρια του Βυσσινόκηπου του Τσέχωφ που παρουσιάζεται στο θέατρο Δημήτρης Χορν σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη. Μια σκηνοθεσία που επιτρέπει να φανεί το χιούμορ του Τσέχοφ στη σκηνή, και επιτρέπει στην Κόρα Καρβούνη να παίξει επιτέλους κωμωδία, κάτι που σε κάθε συνέντευξή της λέει πώς αγαπά. Με το που καθόμαστε για την συνέντευξή μας της το σχολιάζω.
Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson
«Μέσα σε αυτή την κωμωδία έχω έναν από τους πιο δραματικούς ρόλους. Παρόλα αυτά χαίρομαι γιατί με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη βάλαμε χιούμορ και στη Βάρια. Δεν έχω εισακουστεί επακριβώς η καημένη. Έχω υπομονή», λέει γελώντας και συμπληρώνει: «Περιμένω μια καθαρή κωμωδία. Το δράμα το οποίο το μπολιάζεις με χιούμορ είναι βρώμικη κωμωδία. Εγώ περιμένω την αμιγώς καθαρή κωμωδία, αυτή μου αξίζει. Τι να πω; Μάλλον βλέπουν κάποιον πόνο μέσα μου. Δεν έχουν καταλάβει ότι εγώ είμαι μέγας Καραγκιόζης. Το εναποθέτω στο σύμπαν, κάποια στιγμή θα έρθει».
Η Κόρα Καρβούνη είναι ένας άνθρωπος που γελά δυνατά, που βγάζει θέρμη όταν μιλάει κουνώντας τα χέρια της. Αναρωτιέμαι πώς τα βγάζει πέρα με τους ήρωες του Βυσσινόκηπου με την τόση της αγάπη για τη ζωή. «Ακριβώς επειδή αγαπάω τη ζωή καταλαβαίνω αυτούς τους χαρακτήρες, τους συμπονώ και προσπαθώ να τους συναισθανθώ. Δεν νομίζω όμως ότι κι εγώ δεν έχω περάσει πόνο στη ζωή μου, όλοι έχουμε περάσει. Μετά τίθεται το θέμα της απόφασης. Τι θα κάνω; Θα βουλιάξω σε έναν βούρκο μεμψιμοιρίας και θλίψης ή θα βιώσω ότι με έχει πονέσει και στενοχωρήσει και θα προχωρήσω σε ένα πιο φωτεινό μέλλον. Είναι θέμα απόφασης νομίζω γιατί όλοι έχουμε τα σκοτάδια μας. Απλά κάποιοι βουλιάζουμε μέσα σε αυτά και κάποιοι τα βιώνουμε και τα αποχαιρετάμε. Για εμένα αυτό είναι το πιο ώριμο», εξηγεί εκείνη οπότε μοιραία τη ρωτώ αν έχει νιώσει και η ίδια εγκλωβισμένη από την αντίσταση στις αλλαγές που φέρνει η ζωή.
«Και βέβαια έχω νιώσει και μπορεί και να το ξανανιώσω. Η αλλαγή ακόμα και η καλή είναι δύσκολη. Ακόμα και αν μετακομίσεις σε ένα καινούργιο υπέροχο σπίτι, θα σου λείπει το παλιό. Θέλει χρόνο ο άνθρωπος να αποχαιρετίσει, να βιώσει την αλλαγή, για να προχωρήσει. Είναι για εμένα μια πολύ σημαντική στιγμή αυτή στη ζωή του ανθρώπου όποτε του έρθει. Είναι στην ανθρώπινη φύση να ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις αλλαγές και να μας δυσκολεύουν», λέει και περιγράφει: «Η τελευταία τέτοια αλλαγή που βίωσα ήταν μια μετακόμιση. Ήταν για πολύ καλύτερα, αλλά εγώ έκλαιγα και στενοχωριόμουν για μήνες».
Δεν αρνήθηκα αυτή τη στενοχώρια, το συνειδητοποιούσα, τη βίωνα μέρα με τη μέρα.
«Την ημέρα της μετακόμισης ήρθαν οι μεταφορείς και με βρήκαν ένα ράκος με πρησμένα μάτια, δεν μπορούσα να φορέσω φακούς σαν να ήμουν σε κηδεία. Κι όμως, “κήδευα” τα τέσσερα χρόνια σε αυτό το σπίτι. Είναι θέμα διάνοιας συναισθηματικής νομίζω να συνειδητοποιείς και να είσαι συντονισμένος με το συναίσθημα που έχεις»
Αυτή τη φορά ο ρόλος της δεν είναι εκείνος της απόλυτης πρωταγωνίστριας, αλλά αυτό δεν είναι το πρωταρχικό της κριτήριο για να επιλέξει την επόμενη δουλειά της. «Κριτήριο για εμένα είναι οι συνεργασίες. Αυτό με ενδιαφέρει αποκλειστικά και μόνο, δευτερεύων είναι ο ρόλος. Γενικά είμαι ευχαριστημένη σαν πρωταγωνίστρια, έχω παίξει πολλά πράγματα για την ηλικία μου. Από πολύ νωρίς και πολύ τυχερή και πολύ ευχαριστημένη έχω υπάρξει. Μόνο την κωμωδία έχω απωθημένο. Πιο πολύ με ενδιαφέρει να είμαι μέρος και μέλος μιας ομάδας δυνατής για να πούμε μια ωραία ιστορία, παρά να ηγούμαι της ομάδος», σημειώνει.
Την ρωτάω τι κοινά μπορεί να μοιράζεται με τη Βάρια, μια γυναίκα του καθήκοντος μέχρι τέλους «Είμαι κι εγώ άτομο που του αρέσει η τάξη, το καθήκον, το να ελέγχει, όπως και η Βάρια. Αυτό το κοινό στοιχείο βλέπω μαζί της και λίγο το χιούμορ της, γιατί έχει χιούμορ. Μέχρι εκεί όμως, δεν έχω άλλα κοινά. Εγώ τα βρίσκω λίγο φαιδρά άτομα αυτά στο Βυσσινόκηπο. Δεν γίνεται να χάνεται ολόκληρο το κτήμα και το σπίτι και αυτή να σκέφτεται μόνο αν θα παντρευτεί. Έτσι είναι στη ζωή όμως, η Βάρια πιάνεται από ένα πράγμα πιο απτό και που δεν την πονάει τόσο. Το να χαθεί εντελώς η πραγματικότητά της, το να είναι η οικονόμος αυτού του σπιτιού που το αγαπάει και έχει μεγαλώσει εκεί κτλ αυτό είναι βαθιά επώδυνο. Είναι καλύτερο η σκέψη της να πάει σε κάτι πιο κοντινό, παρά αυτό που θα της προκαλέσει τόσο πόνο», σημειώνει και της επισημαίνω πώς ούτε κι αυτό το απτό δεν κατακτά τελικά η Βάρια. «Αυτό είναι το πιο φοβερό που έχει κάνει ο Τσέχοφ, εκεί κατακεραυνώνει τον θεατή. Αυτή η μη δράση είναι τεράστια δράση, η πιο τραγική κατάσταση που μπορεί να βρεθεί ο άνθρωπος. Είναι συγκλονιστικό, γι’ αυτό για εμένα ο Βυσσινόκηπος καταλήγει σε μεγάλη τραγωδία. Ο Τσέχωφ μιλούσε για την εποχή του και όμως κοίτα πόσο επίκαιρος είναι. Πόσο η Ελλάδα δεν βλέπει την αλλαγή της και την αρνείται χρόνια τώρα»
Οι άνθρωποι στον Βυσσινόκηπο αναγκάζονται να αποχαιρετήσουν κάτι ιδιαίτερα πολύτιμο σε αυτούς. Ο δικός της Βυσσινόκηπος ποιος είναι, κάτι που αν το έχανε δεν θα μπορούσε να φανταστεί τη ζωή της χωτίς αυτό; «Οι άνθρωποι που αγαπώ. Αυτό για εμένα θα ήταν το πιο επώδυνο πράγμα που θα μπορούσε να συμβεί στη ζωή μου. Οι άνθρωποι που αγαπώ και που υπολογίζω πάνω τους το παρόν μου», απαντά. Με την ύλη δεν δένεται όπως οι ήρωες της παράστασης: «Για εμένα δεν είναι το κόλλημα τόσο με την ύλη αλλά η συναισθηματική εμπλοκή μεγαλύτερη. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι αποχαιρετούν παιδικά χρόνια, ολόκληρη τη ζωή τους. Η ύλη εμένα δεν με ενδιαφέρει γιατί δεν μου ανήκει και τίποτα, μόνο ένα ψυγείο και μία κουζίνα. Είμαι στο νοίκι και με λίγα πράγματα. Αισθάνομαι ανελεύθερη όταν έχω πράγματα. Πετάω πάρα πολλά κάθε μήνα. Παλιά τα κράταγα όλα και ένιωθα πολύ βεβαρυμένη. Επίσης δεν βγάζω και φωτογραφίες. Ό,τι μου αρέσει αποτυπώνεται μέσα μου. Οι άλλοι θα με βγάλουν σε ένα ταξίδι, εγώ κυρίως το θυμάμαι μέσα από το μυαλό μου. Από το σχολείο το έκανα, δεν κράταγα ποτέ σημειώσεις. Αν κάτι με ενθουσιάζει αποτυπώνεται».
Εντάξει, μου αρέσουν τα παπούτσια αν θες να μιλήσουμε για υλισμό. Και τα κουζινικά. Μου αρέσουν οι κατσαρόλες μου
Η έκπληξη στα μάτια μου είναι παραπάνω από εμφανής. «Μαγειρεύω πολύ, μου αρέσει, με ξεκουράζει» εξηγεί και την ρωτάω αν είναι η ψυχοθεραπεία της. «Δε θεραπεύει αλλά αποσυμπιέζει» λέει γελαστά και συνεχίζει: «Για πάρτη μου μαγειρεύω. Αν θέλω να φάω κάτι ωραίο θα το φτιάξω. Μου αρέσει να με φροντίζω. Δεν θα φάω μόνο αηδίες ή επειδή κάλεσα κάποιον θα μαγειρέψω καλά, θα το κάνω για εμένα».
Μου φαίνεται ασυνήθιστη η εικόνα της Κόρας Καρβούνη πάνω από κατσαρόλες και αναρωτιέμαι φωναχτά αν κρύβει κι άλλους τέτοιους άσσους στο μανίκι της για να εκπλήσσει τον κόσμο. Χωρίς δισταγμό απαντά: «Είμαι πολύ καλή με τα παιδιά. Όταν μου το επιτρέπει ο χρόνος μου και το ωράριο μου κρατάω τα ανίψια μου, με μεγάλη χαρά. Και για εμένα το σκέφτομαι, βέβαια. Κάθε γυναίκα το σκέφτεται. Δεν είμαστε όλες γεννημένες μητέρες, εννοείται, αλλά είναι η φύση μας, άμα το σκεφτείς. Δεν μπορείς να πας κόντρα στη φύση, περνάει από το μυαλό σου. Η γυναίκα έχει δυσκολευτεί πολύ στη σύγχρονη εποχή βέβαια, γιατί καλούμαστε να είμαστε καριερίστες, ερωμένες, όμορφες περιποιημένες, νοικοκυρές και μανάδες. Πολύς φόρτος. Πολλή δουλειά. Εμείς φταίμε (Γελάει). Αλλά έτσι είναι η γυναίκα, είναι πολυπράγμων. Γι’ αυτό και χρειάζεται να κοιμάται πολλές ώρες».
Ανάμεσα σε όλους αυτούς τους ρόλους εκείνη ισορροπεί; «Προσπαθώ. Πολλές φορές χάνω κι εγώ την ισορροπία μου. Μπορεί μερικές φορές να με απορροφήσει πολύ η δουλειά και να αμελήσω το σπίτι μου ή το σύντροφό μου. Προσπαθώ καθημερινά να κρατώ μια ισορροπία. Για εμένα το σωστό είναι να είναι 51-49 τα πράγματα στη ζωή, να γέρνει η ζυγαριά πότε από εδώ πότε από εκεί, αυτό είναι το μυστικό για εμένα κι αυτό προσπαθώ. Για να κάνεις θέατρο πρέπει να είσαι μέσα στη ζωή, αλλιώς κάνεις κάτι ναρκισσιστικό, κάτι αυνανιστικό. Για εμένα η ανθρώπινη σχέση είναι πάρα πολύ βασική για να είμαι και καλά στο θέατρο», τονίζει και τη ρωτάω πώς είναι η ερωτευμένη Κόρα, κι αν εξαφανίζεται από όλους και από όλα στον πρώτο καιρό του έρωτά της και απαντά: «Στην αρχή τον κρατάς μυστικό τον έρωτά σου, αλλά δεν εξαφανίζεσαι, απλά έχεις ένα μυστικό μέχρι να το χωνέψεις κι εσύ και μετά το αποκαλύπτεις».
Ο έρωτας πρέπει να είναι μυστικός για να είναι δικός σου, είναι πιο ερωτικό να είναι μυστικός.
Η ηρωίδα που υποδύεται έχει στο νου της μόνο τον γάμο, μια κοινωνική σύμβαση που δεν μου φαίνεται «συμβατή» με τη σκέψη της. «Για εμένα ο γάμος καλό είναι να γίνεται όταν έρχεται ένα παιδάκι. Γιατί δε σου πέφτει τόσο βαρύς ο χαλκάς. Είναι μια μεγάλη σύμβαση, μια μεγάλη αλλαγή οπότε νομίζω σου έρχεται πιο μαλακά αν πρώτα έχει έρθει ένα παιδάκι», μου λέει για το κατά πόσο την απασχολεί. Με τις δεσμεύσεις πώς τα πάει ως ελεύθερο πνεύμα; «Μου αρέσουν οι δεσμέυσεις, πολύ. Για εμένα η δέσμευση δεν είναι αντίθετη της ελευθερίας. Μπορείς να είσαι σε δέσμευση και να είσαι απόλυτα ελεύθερος μέσα σε αυτή. Αλλιώς δεν είναι δέσμευση είναι καταναγκαστικά έργα. Έχουμε λίγο παρεξηγήσει την έννοια της δέσμευσης», εξηγεί και τη ρωτώ αν έχει σχέση με την τάξη αυτό που της αρέσει.
«Με ηρεμεί η τάξη. Αλλά όχι και να φτάσουμε στο άλλο άκρο, ότι αν χάσουμε την τάξη να νιώθουμε ότι χάνουμε και τον κόσμο. Δηλαδή υπάρχει ο έλεγχος αλλά όχι σε σημείο που αν χαθεί παθαίνουμε πανικό. Με τα χρόνια το έμαθα αυτό. Ο έλεγχος είναι ωραίο πράγμα, νιώθεις ασφαλής με αυτόν. Πότε όμως χάνεται παντελώς; Για ερωτεύσου να δούμε τι έλεγχο έχεις; Εκεί γίνεσαι όπως λέει ο Σωκράτης στο Συμπόσιο Πυρός και Πενία. Πολεμιστής μεγάλος και πένητας που όλο παρακαλάει. Ποιος έλεγχος λοιπόν; Και όλο το ερωτικό στη ζωή είναι όταν χάνεται αυτός ο έλεγχος», σημειώνει. Η λέξη καθήκον τι σημαίνει για εκείνη; «Καθήκον για εμένα είναι τα όρια. Καθήκον είναι να ξυπνήσω, να είμαι ξεκούραστη, να έχω φροντίσει τον εαυτό μου για να πάω να παίξω την παράστασή μου το βράδυ. Δεν θα βγω να κρεπαλιάσω, να πιω, να μην έχω φωνή, να κρυώσω. Βάζω κάποια όρια στον εαυτό μου, για να είμαι καλά και να κάνω το καθήκον μου απέναντι στο επάγγελμά μου. Δεν είμαι χύμα. Έτσι καταλαβαίνω εγώ το καθήκον».
Το πρόσωπό της για εμένα δεν είναι μόνο θέατρο αλλά και κινηματογράφος και αναρωτιέμαι πότε θα την ξαναδώ στη μεγάλη οθόνη. Η τελευταία της ταινία “Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό”, με πρωταγωνιστή τον Όμηρο Πουλάκη σε σκηνοθεσία Γιώργου Γεωργόπουλου (συνεργάστηκαν ξανά στο Tangsten) μόλις τέλειωσε το μοντάζ και περιμένει να ξεκινήσει το ταξίδι της στα Φεστιβάλ του κόσμου. Τα βραβεία με τα οποία έχει τιμηθεί στον κινηματογράφο τι είναι για εκείνη; «Είχα δύο διακρίσεις στο σινεμά και έχω βραβευτεί και από το Αθηνόραμα στο θέατρο δύο φορές, δεν έχω πάρει το Μερκούρη ποτέ όπως γράφεται είναι λάθος. Τα βραβεία σημαίνουν επιβράβευση, τελεία. Εννοείται ότι χαίρεσαι, υπέροχο είναι, αλλά μέχρι εκεί, δεν γίνεται κάτι άλλο. Γιατί εσύ πρέπει να συνεχίσεις να δουλεύεις και να προσπαθείς ξανά και ξανά. Απλά επιβραβεύεσαι για την εκάστοτε στιγμή και τον εκάστοτε ρόλο σου. Εγώ χαίρομαι πάρα πολύ όταν παίρνω ένα βραβείο, είναι η καλύτερη μου, εννοείται. Αλλά μετά πάμε πάλι από το μηδέν». Είναι ένα δύσκολο κομμάτι αυτό στο επάγγελμά της, της επισημαίνω, ότι για κάθε παράσταση κρίνεσαι και πάλι από το μηδέν κι εκείνη σχολιάζει:
Δεν είναι ότι κρίνεσαι, είναι ότι είναι ένα στοίχημα με τον εαυτό σου. Μου αρέσει να αλλάζω, μου αρέσει να είμαι διαφορετική, μου αρέσει αυτό το στοίχημα. Δεν έχει να κάνει με την κριτική. Πάντα κρίνεσαι έτσι κι αλλιώς, έτσι είναι η ζωή.
Η ίδια είναι αυστηρή κριτής του εαυτού της; Φυσικά και είναι, θα μου πει και θα καταλήξει: «Όλοι έχουμε ένα διάολο μέσα μας κι αυτή είναι όλη η πάλη του ανθρώπου με τον εαυτό του να μειώσει αυτόν τον βούρδουλα, αυτή την αυστηρότητα απέναντι στον εαυτό. Πολλοί λίγοι αγκαλιάζουμε τον εαυτό μας και του λέμε και συγγνώμη που σε μαστίγωνα. Για εμένα είναι μεγάλη ωριμότητα να το καταφέρεις, να ζητήσεις συγγνώμη από τον ίδιο σου τον εαυτό».
Info: Ο Βυσσινόκηπος, Τετάρτη ως Κυριακή (Σάββατο διπλή παράσταση) στο θέατρο Δημήτρης Χορν.
Ευχαριστούμε πολύ το Bios Ρομάντσο για τη φιλοξενία.