Η κουραστική συνήθεια που θα σε κάνει πραγματικά πιο χαρούμενη
- 7 ΣΕΠ 2018
Λέγεται «κακή διάθεση» κι έχει την ικανότητα να σε ισοπεδώσει. Όσο κι αν προσπαθείς να μην «πέφτεις», μια λάθος σκέψη, το άγχος που πάντα στέκει σαν το κερασάκι στην τούρτα της καθημερινότητας, ο αρνητισμός των άλλων και ένα κράμα βαρεμάρας-απαισιοδοξίας- ματαιότητας αρκούν για να σε βάλουν τιμωρία στη γωνία του καναπέ. Σκέφτεσαι να μην σηκωθείς μέχρι το επόμενο πρωί που-αναγκαστικά- θα πρέπει να πας για δουλειά. Το βούλιαγμα δεν θα φέρει καμία λύση. Σήκω λοιπόν.
Πρώτα στην κυριολεξία, κι όλα τ’ άλλα, όπως φαίνεται, θα ΄ρθουν. Η κίνηση είναι βασικός παράγοντας καλής διάθεσης. Για τις ενδορφίνες τουλάχιστον, αυτό είναι το κλειδί. Έτσι γεννιούνται. Σύμφωνα με μία νέα έρευνα, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επιθεώρηση “The Lancet Psychiatry”, οι καλύτερες μορφές άσκησης, αυτές που θα έχουν θετικό αντίκτυπο στη ψυχολογία σου, δεν είναι πολύπλοκες, ούτε εξαντλητικές. Αρκεί ένας περίπατος, ή ακόμα και η ενασχόληση με τις δουλειές του σπιτιού.
H έρευνα, αντιπροσωπευτική, αφού ανέλυσε δεδομένα τριών ετών από Κέντρα που ασχολούνται με ψυχικές ασθένειες και μεθόδους πρόληψης κι αποφυγής συμπεριφορικών δυσλειτουργιών. Το δείγμα ενηλίκων αριθμεί άνω του ενός εκατομμυρίου, γεγονός που την καθιστά μία από τις μεγαλύτερες αμερικανικές έρευνες του είδους.
Συνοπτικά το συμπέρασμα που κατέγραψε είναι πως οι άνθρωποι που επιλέγουν να κινούνται, είτε βάζοντας σκούπα στο σπίτι, είτε κάνοντας μια βόλτα στο πάρκο και γενικώς δραστηριοποιούνται ήπια για 30-60 λεπτά, 3-5 φορές την εβδομάδα, ένιωθαν καλύτερα, πιο χαρούμενοι, πιο ικανοί. Συγκεκριμένα, έχει καταγραφεί πως ο μέσος άνθρωπος έχει κακή ψυχολογία συνολικά 3,5 μέρες το μήνα. Τα άτομα που έκαναν τα παραπάνω, είχαν «τις μαύρες τους» 1,5 μέρα το μήνα, γεγονός που χρίζει το εν λόγω μοτίβο δραστηριότητας, ως το ιδανικό για την ανθρώπινη ψυχολογία.
Εξίσου ενδιαφέρον το δεδομένο ότι τα άτομα που ασκούνται περισσότερο από 90 λεπτά την ημέρα για 23 μέρες το μήνα, σημειώνουν χειρότερες επιδόσεις σε επίπεδο πνευματικής υγείας σε σχέση με εκείνους που γυμνάζονται λιγότερο συχνά και για πιο περιορισμένο χρόνο.
Για ακόμα μια φορά ο παράγοντας «μέτρο» αποδεικνύεται σωτήριος.