Η Lauretta και η Esther ζουν στην Ελλάδα σχεδόν μια ζωή. Και είναι κάτι μέρες που δεν μπορούν να «αναπνεύσουν»
- 15 ΙΟΥΝ 2020
«Η καρδιά μου έγινε χίλια κομμάτια. Έκλαιγα, τι άλλο μπορούσα να κάνω; Το βίντεο με τον θάνατο αυτού του ανθρώπου στην Αμερική δεν μπόρεσα να το δω ολόκληρο. Αυτό που είδατε, να ξέρεις είναι η καθημερινότητα των Αφρικανών. Αυτά παθαίνουμε. Θέλαμε εμείς να πάμε στην Αμερική; Στην Ευρώπη; Όχι, μας ξερίζωσαν από τον τόπο μας, μας έσυραν, μας σκλάβωσαν, δουλέψαμε όπως ακριβώς ήθελαν και δεν μας άφησαν να γυρίσουμε ποτέ πίσω. Είναι θλιβερό και οδυνηρό. Ούτε ζώο δεν σκοτώνεται με αυτόν τον τρόπο, με ένα χέρι στον λαιμό». Αυτά μου είπε η Esther, από τη Νιγηρία, μία από τις δύο γυναίκες που συναντήσαμε στον χώρο, όπου στεγάζεται, μετά από πολύ κόπο, η Οργάνωση Ενωμένων Γυναικών Αφρικής (United African Women Organization) στην Κυψέλη. Η Esther και η Lauretta, από τη Σιέρα Λεόνε, η τυπική επικεφαλής της κοινότητας. Λέω τυπική, γιατί η ίδια δεν αναγνωρίζει τον τίτλο, παρόλο που ο δικός της προσωπικός αγώνας ήταν ο λόγος για να δημιουργηθεί αυτή η οργάνωση. «Όλοι είμαστε πρόεδροι εδώ», μου λέει μέσα στα παραδοσιακά της ρούχα. Η Lauretta Μacauley είναι σαν ζωντανός πίνακας.
Η Lauretta Macauley από τη Σιέρα Λεόνε ήρθε στην Ελλάδα πριν 38 χρόνια
Ο θάνατος του George Floyd ήταν η θλιβερή αφορμή ώστε να έρθουμε σε επαφή με δυο μαύρες γυναίκες που ζουν χρόνια στην Ελλάδα. Ζουν; ή απλά επιβιώνουν; Μια συνάντηση που παρακινήθηκε από το προσωπικό ενδιαφέρον της Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson, η οποία τις φωτογράφησε. Η Lauretta είναι 56 ετών. Ήρθε στη χώρα μας όταν ήταν 18. Η Ελλάδα ήταν η ενδιάμεση στάση που έμελλε να γίνει το σημείο- σταθμός της. «Ήθελα να πάω στην Αμερική ή την Αγγλία. Κόλλησα εδώ λόγω της άδειας παραμονής. Τώρα πια δεν νιώθω ότι ξέμεινα στην Ελλάδα. Συνήθισα τη ζωή εδώ μετά από τόσα χρόνια. Μιλάω τη γλώσσα, πήγα σχολείο, εδώ τελείωσα το λύκειο. Έχω κάνει αίτηση για ελληνική ιθαγένεια και για διαβατήριο πριν 5 χρόνια αλλά ακόμα δεν έχω λάβει απάντηση».
Η ιστορία αυτής της γυναίκας έχει πολλά κεφάλαια. Όλα τους είναι καθοριστικά για την πορεία της ζωής της. Κάθε φορά που αναγκαζόταν να πέσει, εκείνη σηκωνόταν πιο ψηλά. Η Lauretta θα μπορούσε να πρωταγωνιστεί σε μια ταινία όπως το “The Help”. Η ηρωίδα μας λοιπόν ήρθε στην Ελλάδα το 1982, αφήνοντας πίσω τον γιο της, ένα παιδί ενός έτους. Έχει να τον αγγίξει από τότε.
Η μεγάλη αδικία που την πείσμωσε
«Φρόντιζα έναν ηλικιωμένο για 11 χρόνια. Κάποια στιγμή ζήτησα από τη γυναίκα του μια βεβαίωση για να ανανεώσω την άδεια παραμονής, η οποία έληγε σύντομα. Εκείνη αρνήθηκε και με απέλυσε, χωρίς αποζημίωση. Η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν πως δεν είμαι ασφαλής εδώ. Έπρεπε να ζητήσω επειγόντως βοήθεια, έπρεπε να ζήσω. Αν δεν έχεις άδεια παραμονής, δεν έχεις ασφάλεια και τα προβλήματα είναι αμέτρητα. Αναγκαζόμαστε να δουλεύουμε παράνομα και αυτό βάζει τη ζωή μας σε άμεσο κίνδυνο, ειδικά εμάς τις γυναίκες. Οι εργοδότες μας απειλούν ότι θα μας απελάσουν, κι ας ήταν μόνο αυτό, καλά θα ήταν. Μία από εμάς βιάστηκε εν ώρα εργασίας αλλά επειδή είχε λήξει η άδεια παραμονής και δούλευε παράνομα δεν πήγε ποτέ να καταγγείλει το περιστατικό στην αστυνομία. Φοβόταν ότι θα την κρατήσουν εκεί και μετά θα την απελάσουν. Οπότε σιώπησε και συνέχισε να ζει με αυτό».
«Όταν ο George Floyd ψέλλιζε “I Can’t Breathe”, ταυτίστηκα. Δεν μπορείς να αναπνεύσεις με αυτόν τον τρόπο ζωής. Σε σταματάνε ξανά και ξανά, σε εμποδίζουν. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να νιώθεις πως δεν μπορείς να αναπνεύσεις».
«Γυναίκες με βοήθησαν»
Η Lauretta αποφασίζει, λοιπόν, να ζητήσει επιτακτικά βοήθεια και να διεκδικήσει τα δικαιώματά της. «Δεν ήθελα να μείνω σιωπηλή και να κρύβομαι. Έπρεπε να κάνω κάτι κι ας ήταν επικίνδυνο. Προσπάθησα λοιπόν να έρθω σε επαφή με πολλές γυναίκες που αγωνίζονται για ζωές, για ανθρώπινα δικαιώματα. Μία φίλη μου μού είπε για μία γυναίκα από την Αλβανία που ήταν μέλος μιας οργάνωσης γυναικών. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ, όταν τη συνάντησα έκλαιγα, δεν ήθελα ποτέ στη ζωή μου να βρεθώ σ’ αυτή τη θέση».
Από την άλλη, αυτή η ανυπαρξία που βίωνε ως γυναίκα στη Σιέρα Λεόνε ορθώθηκε σαν η πιο μεγάλη απειλή για τη Lauretta. Τότε ακριβώς ήταν που αποφάσισε να προτρέψει τις Αφρικανές γυναίκες να συνασπισθούν και με μία φωνή να παλέψουν για τα δικαιώματά τους και όλα τα προνόμια που αδίκως στερούνται.
«Οι γυναίκες στην Αφρική δεν έχουν δικαιώματα κι ελευθερία λόγου. Είμαστε συνηθισμένες σε αυτόν τον τρόπο ζωής. Κι εγώ στην αρχή δεν ήθελα να μιλήσω, αλλά τελικά ύψωσα τη φωνή γιατί θυμήθηκα πως αυτός ήταν ο λόγος που έφυγα από τη χώρα μου».
«Θυμάμαι όταν πήγα στον ΟΑΕΔ και είπα σε μία υπάλληλο εκεί πως χρειάζομαι δουλειά, προς μεγάλη μου απογοήτευση που δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό που μου είπε: “δεν δίνουμε δουλειά σε τριτοκοσμικούς, έχουμε δουλειές μόνο για Ευρωπαίους πολίτες. Ένιωσα τόσο άσχημα. Για μένα οι διακρίσεις ξεκινούν από τη στιγμή που δεν με αφήνουν να δουλέψω. Δεν με πειράζει αν σχολιάσει κάποιος το πόσο μαύρη είμαι, γιατί είμαι περήφανη και ευτυχισμένη για το χρώμα μου. Ξέρεις τι είναι ρατσισμός; Πριν 7 χρόνια πήγα με μία φίλη μου στον δήμο Αθηναίων και ο άνθρωπος στην πόρτα άφησε μόνο εκείνη να μπει γιατί ήταν λευκή. Εμένα όχι γιατί ήμουν μαύρη».
«Κάποια άτομα στα μέσα μεταφοράς λένε συχνά “κοίτα πόσο μαύρος είσαι, γύρνα στη χώρα σου”. Δεν είναι ρατσιστές αυτοί. Είναι θυμωμένοι άνθρωποι. Ρατσιστικό για μένα είναι να μην με αφήνεις να δουλέψω, να μου απαγορεύεις να μπω κάπου, να μορφωθώ, να κάνω κάτι για μένα».
Η Οργάνωση Ενωμένων Γυναικών Αφρικής
Η εμπειρία της Lauretta και ο συνεχής της αγώνας την βοήθησαν να αποκομίσει σημαντικά οφέλη για τις Αφρικανές γυναίκες στην Ελλάδα, πολλές από τις οποίες έχουν πλήρη άγνοια για τα δικαιώματά τους. «Δεν μπορώ να πω με ακρίβεια πόσες γυναίκες είμαστε στην Οργάνωση Ενωμένων Γυναικών Αφρικής γιατί για πολλά χρόνια δεν είχαμε χώρο, όπως τώρα που έχουμε το “σπίτι” μας κι επικοινωνούμε σε γκρουπ στο whatsapp. Υπάρχουν πολλές γυναίκες που δεν έχουν τροφή για να ταΐσουν τα παιδιά τους, και ειδικά μέσα στο lockdown δεν ήξεραν πού να απευθυνθούν γιατί φοβούνταν. Εμείς ως οργάνωση τις βοηθάμε, ερχόμαστε σε επαφή με άλλες οργανώσεις γυναικών, δίνουμε φάρμακα στα παιδιά τους όταν αρρωσταίνουν, φαγητό, πάνες».
Όσο για τους πόρους, η Lauretta αναφέρει πως έρχονται έρχονται από τις Ελληνίδες.«Είναι γυναίκες που θέλουν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους. Έχουν αυτοκίνητα για να μεταφέρουμε τα απαραίτητα σε όσους έχουν ανάγκη. Μας βοηθούν χωρίς αντάλλαγμα, να φτιάξουμε τα χαρτιά μας, να κάνουμε τις δηλώσεις μας. Είναι πολλές, εδώ και χρόνια». Η βοήθεια από το κράτος είναι ένα θέμα υπό συζήτηση για τη Lauretta. «Έπρεπε να έχουν κάνει περισσότερα για τους μετανάστες. Προσωπικά δεν βλέπω κάποια διαφορά όταν αλλάζουν οι κυβερνήσεις. Υπάρχει υποκρισία».
«Βλέπω όλους αυτούς τους ανθρώπους που φτάνουν στην Ελλάδα με τις βάρκες. Με πειράζει που τους βλέπουν να υποφέρουν. Κάποιοι έχουν παιδιά και μένουν 10 και 20 άτομα μέσα σε ένα δωμάτιο. Δεν είναι φυσιολογικές καταστάσεις αυτές για τον άνθρωπο».
Τη ρωτάω για τον γιο της που ζει μακριά από εκείνη. Δουλεύει ως λογιστής κι έχει 2 παιδιά. «Όταν παλεύεις καθημερινά για να ζήσεις, για να μην σε διώξουν από το μέρος που ζεις, ο χρόνος τρέχει και δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς. Ο γιος μου είναι καλά, είναι ζωντανός και αυτό με κάνει χαρούμενη. Στη Σιέρα Λεόνε και στην Αφρική γενικότερα τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Είχα σκεφτεί να τον φέρω εδώ, αλλά έχω δει πώς φέρεται η Δύση στους νεαρούς μαύρους άνδρες και δεν θέλω ο γιος μου να καταλήγει κάθε λίγο και λιγάκι στο αστυνομικό τμήμα. Δεν το θέλω αυτό για το παιδί μου».
Η Esther μετά από 20 χρόνια αγαπάει την Ελλάδα και τους «καλούς Έλληνες»
Οι πλειοψηφία των Αφρικανών γυναικών φροντίζουν ηλικιωμένους κι εργάζονται σε ξενοδοχεία ή hostels στον τομέα της καθαριότητας. Αρκετές από αυτές έχασαν τη δουλειά τους λόγω κορονοϊού. Η Esther, είναι επίσης άνεργη αυτή την εποχή. Μια ακόμα περίπτωση μετανάστριας που πέρασε από την Ελλάδα και δεν έφυγε ποτέ. «Ο ξάδερφός μου ήταν εδώ. Ήθελα να πάω κάπου αλλού αλλά δεν ήταν δυνατόν. Έχω ταξιδέψει αρκετά, πριν έρθω εδώ ήμουν στο Λονδίνο για 4 χρόνια. Έχω πάει Γερμανία, Ισπανία, Βέλγιο για να παρακολουθήσω σεμινάρια εκεί για την οργάνωσή μας. Στη Γαλλία πήγα με την οικογένειά μου. Έχω 2 παιδιά και έναν εγγονό 13 ετών. Ήρθα με τα παιδιά μου, πήγαν σχολείο εδώ. Η άδεια παραμονής μου λήγει σε 2 χρόνια, δεν ξέρω τι θα κάνω μετά. Πρέπει να δουλέψω».
Όπως η Lauretta, έτσι κι εκείνη επαναλαμβάνει αρκετές φορές το πρόβλημα με την άδεια παραμονής. «Είναι δύσκολο το σύστημα της νομιμοποίησης. Πληρώνουμε πολλά χρήματα για να κάνουμε τα χαρτιά μας και η άδεια παραμονής καθυστερεί χρόνια. Είμαστε για χρόνια στο περίμενε. Παιδιά που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, περιμένουν ακόμα και 3 χρόνια. Εμείς θέλουμε να ανήκουμε εδώ αλλά δεν μας αφήνουν».
«Οι μαύροι λόγω χρώματος δεν πληρώνονται τα ίδια χρήματα για την ίδια δουλειά σε σύγκριση με έναν λευκό. Γίνονται και αυτά εδώ».
«Μην κακομεταχειρίζεστε τα παιδιά μας»
Η Esther αγαπάει τους Έλληνες. Τους πολλούς που είναι καλοί όπως λέει, όχι τους λίγους που φέρονται άσχημα. «Πολλοί είναι αγαπητοί, φιλόξενοι, μας καλούν στο σπίτι τους για φαγητό, είναι φίλοι μας. Αλλά υπάρχουν εκείνοι που είναι πολύ αρνητικοί. Η αστυνομία μας επιτίθεται πολύ. Τα αγόρια μας, 14 και 15 χρόνων τα σταματούν στον δρόμο κάποιοι αστυνομικοί, ζητούν τα χαρτιά και φέρονται πολύ επιθετικά.
«Τα παιδιά είναι παιδιά, δεν μπορείς να τα εγκλωβίσεις, πρέπει να είναι ελεύθερα να βγουν έξω, να πάνε στην πλατεία. Όταν βλέπουν 3 και 4 αγόρια να κάθονται στην πλατεία, οι αστυνομικοί τα θεωρούν απειλή».
«Πολλές φορές τα πηγαίνουν στο τμήμα μέχρι να τους πάμε τα χαρτιά τους. Και τα παιδιά μας αναρωτιούνται, “Γιατί μας φέρεστε έτσι σαν εγκληματίες; Γιατί μας χτυπάτε;». Η Esther μου αναφέρει μια ιστορία για ένα παιδί από τη Νιγηρία που το συνέλαβαν στην πλατεία Ομόνοιας και πέθανε στο τμήμα 3 μέρες μετά. «Δεν ξέρουμε τι έγινε, τι του συνέβη». Πολλά από αυτά τα παιδιά έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα. Πάνε στο σχολείο και μιλούν άψογα τη γλώσσα. Κι οι γονείς τους προκειμένου να τα προστατεύσουν τους απαγορεύουν να βγαίνουν έξω αφού νυχτώσει, να πάνε σε πάρτι. «Δεν μπορείς να τα βάλεις με το κράτος αλλά εμείς τους λέμε να μιλάνε όταν συμβαίνει κάτι. Δεν είναι εύκολο για εμάς τους γονείς» λέει η Esther.
«Οι Αφρικανοί πιστεύουμε στη δύναμη των πολλών»
Η αφρικανική κουλτούρα βασίζεται στην αλληλοβοήθεια, επισημαίνει η Esther. «Μόνοι μας δεν καταφέρνουμε τίποτα. Οι Αφρικανοί νοιαζόμαστε ο ένας για τον άλλο, είμαστε μια ομάδα, δεν στεκόμαστε ατομικά. Στην Αφρική ολόκληρες γειτονιές τρώμε μαζί, είμαστε μια οικογένεια. Υπάρχει ενότητα κι αυτό το μεγαλείο μας, το μεγαλύτερο δώρο που έχουμε από την κουλτούρα μας. Αυτό κάνουμε και στην Οργάνωσή μας. Αγωνιζόμαστε για τα δικαιώματα των μεταναστών. Ερχόμαστε σε επαφή με τους δικηγόρους, βοηθάμε τις εγκύους να πάνε στο νοσοκομείο, τα άρρωστα παιδιά. Θυμάμαι πολλές ιστορίες παιδιών που συνελήφθησαν και η οργάνωση τα βοήθησε να βγουν έξω.
«Οι Αφρικανές παλεύουν για την ισότητά τους. Εδώ δεν είναι Αφρική, είναι Ευρώπη λέμε στους άνδρες μας και τους ζητάμε να προσαρμοστούν. Αν δεν προλαβαίνουμε να μαγειρέψουμε, μπείτε εσείς στην κουζίνα και φτιάξτε φαγητό».
Σύμφωνα με την Esther, oι Αφρικανοί θέλουν να σπουδάζουν κι αγαπούν τη μόρφωση. «Τα παιδιά μας διαβάζουν γιατί εμείς οι Αφρικανοί θεωρούμε πως η μόρφωση είναι το πιο σημαντικό εφόδιο. Πολλά από τα παιδιά που βλέπετε στον δρόμο να πουλάνε διάφορα πράγματα έχουν τελειώσει το λύκειο. Ο εγγονός μου είναι μισός Νιγηριανός και μισός Έλληνας και αγαπάει το διάβασμα. Είμαστε περήφανοι για τον τρόπο που μεγαλώνουμε».
«Αγαπάμε τους εαυτούς μας, ο Θεός αγαπά την Αφρική! Είμαστε όλοι ίσοι μπροστά στον Θεό. Αλλά δεν θα υποκριθούμε ότι σε συμπαθούμε, είμαστε άνθρωποι ειλικρινείς».
Κατεβαίνοντας με τη Φραντζέσκα την ξύλινη σκάλα από την Οργάνωση Γυναικών Αφρικής συναντάω και πάλι τη Lauretta. Ήταν το απόγευμα της κηδείας του George Floyd κι ακόμα κι αν η Esther έδωσε μία απάντηση που σίγουρα την έβρισκε σύμφωνη, ήθελα να έχω και τη δική της γνώμη για τον αποτρόπαιο θάνατο του ανθρώπου που συγκλόνιζε τον κόσμο και με τον οποίο την ενώνουν κοινές ρίζες. «Σοκαρίστηκα. Τον είδα να πεθαίνει. Σκέφτηκα πως, αν γίνεται κάτι τέτοιο στην Αμερική, τη χώρα του Martin Luther King και τόσων άλλων ακτιβιστών που παλεύουν για τα δικαιώματα των μαύρων, φαντάσου τι είναι δυνατόν να συμβεί οπουδήποτε αλλού. Είμαστε ακόμα αιώνες πίσω. Και πρέπει να ξεσηκωθούμε και να παλέψουμε. Η μάχη δεν τελείωσε, τώρα ξεκινάει».