PROFILE

Laura Poitras: Ποια είναι η γυναίκα που κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα μιλώντας για τα οπιοειδή

@2022 Charles Sykes/Invision/AP, File/AP Images

Για δεύτερη φορά στην ιστορία του, το κινηματογραφικό φεστιβάλ της Βενετίας έδωσε το μέγιστο βραβείο του, τον Χρυσό Λέοντα σε ένα ντοκιμαντέρ. Μετά το non fiction Sacro Gra του 2013 και του Gianfranco Rossi, αυτή τη φορά η βραβευμένη με Όσκαρ Laura Poitras κράτησε το πολύτιμο βραβείο στα χέρια της. Το ντοκιμαντέρ της All the Beauty and the Bloodshed, μιλά για την κρίση των οπιοειδών στις ΗΠΑ.

Η Laura Poitras έφτιαξε ένα ντοκιμαντέρ για να μιλήσει για μία άλλη γυναίκα. Το All the Beauty and the Bloodshed, ακολουθεί τη ζωή της φωτογράφου και ακτιβίστριας Nan Goldin. Η φωτογράφος η δουλειά της οποίας εξερευνά τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, τις προσωπικές στιγμές, την κρίση του HIV και των οπιοειδών, εθίστηκε στα τελευταία όταν της έγραψαν μία θεραπεία με OxyContin. Κατάφερε να απεξαρτηθεί χρησιμοποιώντας υποκατάστατα του φαρμάκου κι έριξε όλη την ενέργειά της στο να κάνει μία ισχυρή οικογένεια της φαρμακοβιομηχανίας, την οικογένεια Sackler, να λογοδοτήσει για το πρόβλημα των οπιοειδών στις ΗΠΑ.

Laura Poitras Χρυσός Λέοντας Φεστιβάλ Βενετίας
Με τον Χρυσό Λέοντα ανά χείρας.

H Laura Poitras που έχει βραβευτεί με Όσκαρ για το ντοκιμαντέρ Citizenfour που αφορά τη ζωή του Edward Snowden, παρέλαβε το βραβείο της το Σάββατο, 10 Σεπτεμβρίου 2022, στη Βενετία και ευχαρίστησε το Φεστιβάλ που αναγνωρίζει το «ντοκιμαντέρ στο cinema».

Το βραβείο του Αργυρού Λέοντα κέρδισε η Alice Diop και η ταινία Saint Omer, που επίσης πήρε βραβείο καλύτερου κινηματογραφικού ντεμπούτου.

Τα βραβεία ερμηνείας Volpi κέρδισαν η Cate Blanchett και ο Collin Farell, για τις ερμηνείες τους στις ταινίες TAR και The Banchees of Inisherim αντίστοιχα. Για την τελευταία βραβεύτηκε και ο σεναριογράφος Martin McDonagh.

O Luca Guadagnino κέρδισε βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας για την ταινία Bones, στην οποία πρωταγωνιστούν οι Timothee Chalamet και Taylor Russel. Η τελευταία βραβεύτηκε ως καλύτερη νέα ηθοποιός. Το ειδικό βραβείο της επιτροπής παρέλαβε ο Ιρανός σκηνοθέτης Jafar Panahi για την ταινία No Bears.

Ποια είναι η Laura Poitras

Γεννημένη στις 2 Φεβρουαρίου 1964, η Laura Poitras είναι Αμερικανίδα σκηνοθέτης και παραγωγός ντοκιμαντέρ. Μεγαλώνοντας σε ένα προάστιο της Βοστώνης, ήταν ήρεμη και σοβαρή και της άρεσε η τέχνη. Ο πατέρας της ήταν προγραμματιστής σε νοσοκομείο και η μητέρα της νοσηλεύτρια. Η ίδια φοίτησε σε ένα ιδιωτικό σχολείο που έδινε βάρος στην μάθηση με βάση τις επιθυμίες των μαθητών. «Υπήρχε πολύς χρόνος χωρίς πρόγραμμα, που με άφηνε να αναπτύξω δημιουργικά τις αισθήσεις μου», έχει πει στη Vogue. Στην εφηβεία της η αγάπη της για την τέχνη την οδηγούσε σε συναυλίες, στο cinema, σε καλλιτεχνικές σκηνές.

Στα 12 της ερωτεύτηκε τη μαγειρική, κι όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, αφού τέλειωσε το Λύκειο δούλεψε για χρόνια ως sous chef σε γαλλικά εστιατόρια. Στον ελεύθερο χρόνο της παρακολουθούσε μαθήματα στο Ινστιτούτο Τέχνης του San Francisco. Ακολούθησαν σπουδές στα ΜΜΕ και την πολιτική θεωρία της Νέας Υόρκης. Κι ακόμα αγαπά να τρώει ωραία γεύματα. Αποφεύγει όμως να μαγειρεύει, γιατί όπως λέει «Μπαίνω σε mode δουλειάς. Το παίρνω πολύ σοβαρά. Δεν χαλαρώνω καθόλου».

Το πρώτο της ντοκιμαντέρ λεγόταν Flag Wars και είχε ως θέμα την ανάπλαση της πόλης Columbus του Ohio. Βραβεύτηκε από το πρώτο της ντοκιμαντέρ με Peabody Award. Το 2004, ενοχλημένη από τον τρόπο που πρόβαλαν τις ειδήσεις τα mainstream media, βρέθηκε στο Ιράκ για να δει με τα μάτια της πώς ήταν η χώρα μετά την εισβολή των ΗΠΑ το 2003 και πώς η αμερικανική δύναμη επηρέαζε τη ζωή σε μία χώρα που ο πόλεμος είχε καταστρέψει.

Το υλικό 8 μηνών που συγκέντρωσε, έγινε το εντυπωσιακό ντοκιμαντέρ My Country, My Country το 2006. Η μετατροπή των ΗΠΑ σε μία χώρα που βρισκόταν μονίμως σε πόλεμο έγινε ένα από τα κεντρικά θέματα της δουλειάς της.

Ακολούθησε το The Oath, που μιλούσε για την ιστορία δύο αντρών από την Υεμένη, ενός πρώην μέλους της Al Qaeda και σωματοφύλακα του Osama bin Laden, που ζούσε ελεύθερος στη Sanna και του γαμπρού του, που βρισκόταν φυλακισμένος στο Guantanamo. Κάπως έτσι, κατέληξε όπως είπε «να μπω στη λίστα του DHS (Department of Homeland Security) και να ειδοποιηθώ από έναν εργαζόμενο στην ασφάλεια αεροδρομίου ότι το “επίπεδο απειλής μου” ήταν το πιο υψηλό σε αυτή τη λίστα».

Οι φορές που έχει κρατηθεί σε αεροδρόμια, που της έχουν αφαιρέσει τις σημειώσεις της για να τις επιστρέψουν μετά από εβδομάδες, που της κατέσχεσαν τον υπολογιστή ήταν πολλές. Μία φορά την απείλησαν ότι δεν θα της επιτρέψουν την είσοδο στις ΗΠΑ. Η Laura Poitras όμως δεν το έβαζε κάτω. Είναι επίμονη και η δουλειά της έχει αποδειχθεί μία από τις πιο επιδραστικές στην μετά την επίθεση στους δίδυμους πύργους Αμερική.

Το 2015 κατέθεσε μήνυση κατά του υπουργείου δικαιοσύνης και υπηρεσιών ασφαλείας των ΗΠΑ, λόγω των συνεχών οχλήσεων που δεχόταν. Έναν χρόνο μετά, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση τής έστειλε τουλάχιστον 1000 σελίδες που απαντούσαν στο αίτημά της να μάθει γιατί την κρατούσαν, την ανέκριναν και έψαχναν τα πράγματά της τόσες πολλές φορές. Τα έγγραφα ισχυρίζονταν ότι η κυβέρνηση υποψιαζόταν ότι γνώριζε για μία ενέδρα σε Αμερικανούς στρατιώτες στο Ιράκ το 2004, κατηγορία την οποία εκείνη αρνείται.

«Έχω μία πρωτοφανή αίσθηση οργής, θυμού και πένθους», έλεγε στο Vulture, για όσα ένιωθε για τον «Πόλεμο στην τρομοκρατία» των ΗΠΑ που κράτησε δύο δεκαετίες και κατέληξε στο τίποτα στα δικά της μάτια. «Η καταστροφική απαξίωση της ανθρώπινης ζωής. Είναι τραυματικό. Ακόμα προσπαθώ να βρω λέξεις, αλλά αυτό ήταν τόσο απόλυτα προβλέψιμο. Το κόστος σε ζωές, το οικονομικό κόστος και γιατί; Είμαστε λιγότερο ασφαλείς. Κάναμε περισσότερους εχθρούς. Γεμίσαμε τον κόσμο με μυστικές φυλακές», σημείωνε μεταξύ άλλων η Laura Poitras.

Το γεγονός ότι η δουλειά της «ενοχλούσε» και η επιμονή της παρά τα εμπόδια που της έβαζαν, έκαναν τον Edward Snowden να την πλησιάσει μέσα από το διαδίκτυο και να την εμπιστευτεί. Οι αποκαλύψεις του για το πόσο εκτεταμένη ήταν η χρήση τεχνολογίας παρακολούθησης από τις ΗΠΑ, τάραξαν τα ύδατα. Το film Citizenfour γεννιόταν και έφερε στη σκηνοθέτη το πρώτο της Όσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ.

Με τους Mathilde Bonnefoy και Dirk Wilutzky με τους οποίους δημιούργησαν το ντοκιμαντέρ Citizenfour που βραβεύτηκε με Όσκαρ το 2015.

«Πολλοί άνθρωποι σκέφτονται “Ω, η ιστορία του Snowden, είναι ένα ωραίο θέμα που κάθε δημοσιογράφος θα ήθελε να γράψει”. Αλλά δεν το ένιωθα έτσι. Φοβόμουν πραγματικά», είχε πει στη Vogue σχετικά, η Laura Poitras.

H Laura Poitras ήθελε πάντα να δίνει βήμα στις φωνές που εναντιώνονται. Το ίδιο έκανε και με τη Nan Goldin. Μία φωτογράφο που έγινε ακτιβίστρια, που ενόχλησε, που τάραξε, που ζήτησε να δικαιωθεί ως γυναίκα που πάλεψε με τον εθισμό και κατάφερε να απαγκιστρωθεί από αυτόν. Ίδρυσε τον οργανισμό P.A.I.N. (Prescription Addiction Intervention Now), που κάνει παρεμβάσεις σε μουσεία και χώρους τέχνης για να διαμαρτυρηθεί για τη σχέση αυτών των χώρων με την οικογένεια Sackler. Η οικογένεια αυτή έχει κατηγορηθεί μέσα από μηνύσεις για την υπερσυνταγογράφηση φαρμάκων όπως το OxyContin που παράγουν οι εταιρείες της.

Η Laura Poitras, δεν τη δείχνει σαν μία αμαζόνα, ή μία λέαινα. Τη δείχνει όπως είναι κι εκείνη και το έργο της και τον αγώνα της. Κι όπως γράφει στην κριτική του, το Deadline, ταυτόχρονα «φτιάχνει και το δικό της καταπληκτικό έργο».

Για την ίδια, τα κόκκινα χαλιά και οι βραβεύσεις μοιάζουν ακόμα «Κάπως αντιφατικές εμπειρίες». Είναι εσωστρεφής, αλλά όπως και στη δουλειά της, έτσι και στην προώθησή αυτής, έχει μάθει να ξεπερνά τα όριά της. «Είμαι ένας διαφορετικός άνθρωπος, όταν κρατάω την κάμερα. Είμαι σε κανονικές συνθήκες πολύ ντροπαλή. Και δεν μου αρέσει να ταξιδεύω. Αλλά αγαπώ αυτή τη δουλειά. Κι όταν δουλεύω, πρέπει να αφήσω αυτά τα πράγματα στην άκρη», έλεγε στη Vogue.

Exit mobile version