Μια μικρή ιστορία για τη Βίκυ Μοσχολιού
- 17 ΑΥΓ 2015
Οι γονείς μου τη λάτρευαν - της μάνας μου το τραγούδι ήταν ''Τα τρένα που φύγαν'' και του πατέρα μου ''Το τραμ το τελευταίο''. Περίεργο, αν αναλογιστείς πως και οι δυο τους είχαν μεγαλώσει σε ένα ορεινό χωριό, χωρίς τραμ, τρένα, πλοία ή αγάπες που πνίγονταν στους καπνούς των φουγάρων. Μάλλον έφταιγε η φωνή της, βραχνή, σα λυγμός κομμένος στη μέση, φωνή που σε έκανε να φαντάζεσαι όσα δεν υπήρχαν. Από το πρώτο κιόλας μέτρο. Ή από το πρώτο πλάνο.
Την ιστορία αυτού του πρώτου πλάνου, του ”ντεμπούτου” της Βίκυς Μοσχολιού στη ”Λόλα”, διηγείται στο βιβλίο του, ”Ένας σκηνοθέτης θυμάται”, ο Ντίνος Δημόπουλος. ”Η Μοσχολιού”, γράφει ”δούλευε τότε σε ένα μαγαζί της λεωφόρου Συγγρού, ένα ονομαστό μπουζουξίδικο της εποχής, την Τριάνα.
‘Δούλευε’ θα πει εμφανιζόταν πάνω στο πάλκο με τα άλλα μέλη της λαϊκής ορχήστρας, καθόταν στη σειρά στην καρέκλα της, έπαιρνε μέρος στο κόρο κι έλεγε και ένα δυο τραγουδάκια της αράδας στη διάρκεια της νύχτας. Σε αυτό το μαγαζί με πήγε ένα χάραμα, μετά το νυχτερινό γύρισμα, ο νυχτόβιος φροντιστής της Φίνος Φιλμ, ο γραφικός Παντελής Παλιεράκης. Καθίσαμε στο μπαρ και παραγγείλαμε ένα ποτό. Πέσαμε ακριβώς στη στιγμή που πάνω στο πάλκο τραγουδούσε αυτή η άγνωστη τότε κοπέλα, με τη βαθιά, ραγισμένη φωνή. Έμεινα με το ποτό στο χέρι.
-Ποια είναι αυτή; ρώτησα τον Παντελή, που ήταν ειδικός στις βεντέτες του είδους.
-Δεν ξέρω…
-Να μου τη φέρεις αύριο στο γραφείο μου, του είπα.
Σε δέκα ημέρες ηχογραφούσαμε με τη Βίκυ Μοσχολιού, το τραγούδι του Ξαρχάκου που είχα σκεφτεί να το βάλω στην έναρξη και στο φινάλε της ταινίας. Ήταν το ‘Χάθηκε το φεγγάρι’ σε στίχους Βαγγέλη Γκούφα”.
Ο Δημόπουλος, θυμάται πως είχε αποφασίσει να γυρίσει ολόκληρο το τραγούδι μονοπλάνο – δουλειά ιδιαιτέρως δύσκολη και απαιτητική, που τη δυσκόλευε περισσότερο το ότι η τραγουδίστρια (η οποία φυσικά θα τραγουδούσε play back) ήταν νέα και άπειρη.
Το ντεκόρ είχε στηθεί στο προαύλιο των στούντιο της Φίνος Φιλμς, έξω από το τσιμεντάδικο ”Άτλας” με την ψηλή καμινάδα, κι έδειχνε έναν τυπικό δρόμο της Τρούμπας με τα μαγαζιά, τις φωτεινές διαφημίσεις, τις βιτρίνες και τα φανταχτερά λαμπιόνια των ”σπιτιών” της. Επειδή, λόγω μεγέθους, το ντεκόρ δεν μπορούσε να χωρέσει στο μικρό, τότε, πλατό της ”Φίνος”, τα γυρίσματα έπρεπε αναγκαστικά να γίνονται στη διάρκεια της νύχτας. Τη νύχτα όμως η Μοσχολιού δούλευε. Έτσι, το γύρισμα προγραμματίστηκε για τις πέντε το πρωί, την ώρα που σχολούσε από την Τριάνα.
”Το πρώτο πρωινό, η Βίκυ ήρθε στην ώρα της. Την έφερε ο Παντελής ο Παλιεράκης και την παρέδωσε στον μακιγιέρ μας τον Ελληνορώσο Σταύρο Κελεσίδη – τα έμπειρα χέρια του της έβγαλαν το έντονο μακιγιάζ του μπουζουξίδικου και σε δέκα λεπτά μου την παρέδωσαν όμορφη, γλυκιά και εμβρόντητη. Η Μοσχολιού από τη φύση της ήταν συνεσταλμένη και γλυκομίλητη.
Εκείνο το χειμωνιάτικο χάραμα, έτσι όπως βρέθηκε απότομα από την ασφάλεια του οικείου κλειστού χώρου της σε ένα πολύβουο κινηματογραφικό πλατό με αναμμένα τα εκτυφλωτικά άρκα, με τους δεκάδες προβολείς, το τράβελινγκ, τον γερανό που ανεβοκατέβαζε την μηχανή και τους παράξενους ανθρώπους που μιλούσαν μια ακατανόητη γλώσσα, πανικοβλήθηκε. […] Δεν μπορούσε να χωρέσει ο νους της, τι χρειάζονταν τόσα συμπράγκαλα και τόσοι άνθρωποι για να πει ένα τραγουδάκι που θα κρατούσε τρία, όλα κι όλα, λεπτά”.
Ήταν ένα ανοιχτό παράθυρο εκεί, που έβλεπε στο δρόμο. Δρόμος και παράθυρο σκηνογραφία, φυσικά ντεκόρ. Ο Δημόπουλος την πήρε από το χέρι και την ανέβασε στην εσωτερική σκάλα.
”Δεν έχει ταβάνι το σπίτι;” ρώτησε η Μοσχολιού και κοίταξε με έκπληκτα, ορθάνοιχτα μάτια το ντεκόρ – απέξω σοβάς, από μέσα (όπου φυσικά δεν έβλεπε ο φακός) γυμνό κόντρα πλακέ.
”Θα κάθεσαι Βίκυ εδώ” της είπε γλυκά ο Δημόπουλος ”ακουμπισμένη στο παράθυρο…”
-Και που θα κοιτάω;
-Απέναντι, μακριά, όπου θες..
-Την καμινάδα;
-Άμα θες, την καμινάδα.
-Και τι θα κάνω;
-Θα κουνάς τα χείλη σου, ακούγοντας τη φωνή σου από το μαγνητόφωνο.
-Και δε θα τραγουδάω;
-Θα κάνεις πως τραγουδάς. Γιατί άμα τραγουδάς εσύ, τραγουδάει και το μαγνητόφωνο, θα μπερδευτείς.
-Κατάλαβα.
Ο Δημόπουλος έκανε να κατέβει τη σκάλα. Τον σταμάτησε η φωνή της.
”Κυρ Ντίνο…”
”Ξαφνιάστηκα. Από τότε που είχα βγει στο επάγγελμα, ήταν ο πρώτος άνθρωπος που με προσφωνούσε έτσι: ‘- Κυρ Ντίνο!’ Ετρεξα ωστόσο κοντά της, πρόθυμος.
-Λέγε Βίκυ, της είπα…
– Κάτι δεν μου πάει καλά…
– Τι;
– Λέει το τραγούδι ”Μου σκότωσαν τον που αγαπώ”. Και σε ρωτάω: είναι σωστό ή λάθος; Μήπως τώρα που τι γυρίζουμε ταινία να το διορθώσουμε;
– Δηλαδή;
– Να, να το πούμε όπως το λέμε στη ζωή: ”Μου σκότωσαν τον άντρα που αγαπώ”. Η ”αυτόν που αγαπώ”. Η «”το αγόρι που αγαπώ”.
– Δεν θα ταιριάζει με τις συλλαβές. Ύστερα θα θυμώσει και ο Γκούφας, προσπάθησα να δικαιολογηθώ.
– Ποιός είναι ο Γκούφας;
Φώναξα από κει ψηλά ”Πάμε παιδιά”, έσφιξα το χέρι της Μοσχολιού και κατέβηκα γρήγορα τη σκάλα. Καλά που δεν γκρεμοτσακίστηκα”.
”Ύστερα”, θυμάται ο σκηνοθέτης, ”έγινε η πρώτη πρόβα. Είχε λάθη. Έγινε δεύτερη. Είχε λιγότερα. Στην τρίτη, άρχισε να πέφτει αραιό χιόνι. Η ώρα είχε πάει εξήμισυ και η Μοσχολιού, κρεμασμένη σε ένα παράθυρο δίχως στέγη, τουρτούριζε. Το γύρισμα διακόπηκε για την άλλη μέρα. Η Βίκυ πήγε πάλι στις πέντε, ανέβηκε στη θέση της, στο παράθυρο. Αυτή τη φορά, το γύρισμα το σταμάτησε η πρωινή βροχή. Η τρίτη νύχτα, στάθηκε πιο ”τυχερή”. Η Βίκυ έπρεπε για τη σκηνή, να ανάψει ένα τσιγάρο. Άμαθη όπως ήταν, δάκρυσε από τον καπνό.
Ο Δημόπουλος φώναξε ”γυρίζουμε”. Το πλάνο ολοκληρώθηκε τη στιγμή που πίσω από τον Υμηττό, έβγαινε το πρώτο, χλωμό χειμωνιάτικο φως. Για να γυριστεί ένα πλάνο που διαρκούσε τρία λεπτά, χρειάστηκαν τρία ολόκληρα ξενύχτια. Για τη Βίκυ Μοσχολιού, ήταν τρία ξενύχτια που άξιζαν για μια ζωή….”