WOMEN TODAY

Όταν η Μελίνα γνώρισε τον Τζούλη

«Η Μελίνα είναι μια θεά που μέσα της βρίσκει ησυχία ο Διάβολος» είχε πει κάποτε γι΄ αυτήν ο Ντασέν - τι ωραία εικόνα. Με έναν τρόπο, η Μελίνα ήταν κάπως έτσι, σαν ένα κολλάζ, εικόνα πάνω στην εικόνα : Μελίνα η θεατρίνα, η γεννημένη σταρ, η παθιασμένη, η ερωτική, η εκρηκτική, η Μελίνα της πολιτικής, η αγωνίστρια, η Μελίνα- Ελλάδα, η Στέλλα, η Ιλυα, η Φαίδρα, η Μπλανς. Και μια γυναίκα που αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ

Ο άντρας με τα γαλανά μάτια

Και ξαφνικά, την άνοιξη του ’55, συγκλονιστικά νέα : η «Στέλλα», του Μιχάλη Κακογιάννη γίνεται δεκτή στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών. Το ’55 το Φεστιβάλ είναι στο αποκορύφωμα του γοήτρου του. Παραγωγοί, ηθοποιοί και ταλέντα κάθε μεγέθους αλωνίζουν στις αίθουσές του, οι στάρλετ φωτογραφίζονται γυμνόστηθες στην Κρουαζέτ, anybodywho’ssomebody περνάει για μια σαμπάνια από το Carlton. Ηπρεμιέρα της ταινίας είναι ένα θρίαμβος – μόνο που η Μελίνα δεν τον βλέπει. Βρίσκεται στην Αθήνα, παίζει στο θέατρο «Λαίδη Μάκβεθ». Το ίδιο βράδυ, δέχεται ένα τηλεφώνημα από τονΚακογιάννη : «Μελίνα, έλα στις Κάννες. Είμαι σίγουρος πως θα κερδίσεις το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου».

Δυό μέρες αργότερα, οργανώνεται μια δεύτερη προβολή της Στέλλας σε ένα θεατράκι της οδού Αντίμπ. Η Μελίνα πηγαίνει, μην ξέροντας πως το «βραβείο» της, είναι κιόλας εκεί, πως το έχει κιόλας κερδίσει – και ας μην μοιάζει με αυτό που είχε στο μυαλό της…

 

«Ο Ντασέν με γνώρισε στην οθόνη», θα αποκαλύψει σε μια συνέντευξη στο ΚΛΙΚ και στον Πέτρο Κωστόπουλο. «Ο Κακογιάννης τον παρακάλεσε να έρθει στην προβολή της «Στέλλας». Ο Τζούλης, εκείνη την εποχή ήταν το πιο φανταχτερό πλάσμα του φεστιβάλ λόγω μακαρθισμού. Ήρθε, είδε το φιλμ. Εγώ, με την φίλη μου τη Ρένα και τον Φούντα καθόμασταν πίσω. Όταν τέλειωσε η ταινία, είδα έναν άνθρωπο με πολύ γαλάζια μάτια να πηδάει σαν αθλητής τα καθίσματα και να έρχεται να μας παίρνει αγκαλιά, τον Φούντα κι εμένα. Τα μάτια του ήταν πολύ γαλανά. Ο Μιχάλης είπε : «Να σας συστήσω : « Η Μελίνα Μερκούρη, ο Γιώργος Φούντας. Ο Ζιλ Ντασέν». «Τι ωραία που περπατάτε», μου είπε, «τι ωραία που γελάτε». Ήταν ο άνθρωπος που θα με μάθαινε πώς να κλαίω…»

Η Μελίνα έχει διαβάσει για τον Ντασέν, τον διανοούμενο- σκηνοθέτη, τον «πατέρα του νεορεαλισμού» στο αμερικάνικο σινεμά, τον αποδιωγμένο από την πατρίδα του με το στίγμα του κομμουνιστή. Το «Ριφιφί» , η ταινία που εκπροσωπεί τη Γαλλία στις Κάννες είναι η πρώτη του μετά από χρόνια απραξίας – ο Ντασέν είναι υποψήφιος για βραβείο σκηνοθεσίας. Τον φανταζόταν σαν ένα στριφνό, μελαγχολικό γέρο. Γνωρίζει έναν άντρα εύθυμο, γελαστό, αισιόδοξο.

 

Η «Στέλλα» του αρέσει, την επαινεί. Μετά την προβολή, πηγαίνουν για ποτό σε ένα υπαίθριο καφενείο. Εκεί, της εξομολογείται πως, δουλεύει ένα σενάριο βασισμένο στο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται»  και πως, ίσως, υπάρχει σ’αυτόκι ένας ρόλος για κείνη. Φυσικά, δεν τον πιστεύει – παραείναι καλό για να είναι αληθινό κι έτσι κι αλλιώς η Μελίνα έχει άλλα πράγματα στο μυαλό της : το βραβείο της. Μόνο που δεν το κερδίζει. Ούτε η μεγάλη της «αντίπαλος» ΜπέτσιΜπλέρ. Εκείνον, ειδικά το χρόνο η επιτροπή των Καννών αποφασίζει να μη δώσει βραβείο καλύτερης ηθοποιού…

«Στις Κάννες – γράφει στην αυτοβιογραφία της η Μελίνα – μετά την τελετή της απονομής των βραβείων γίνεται ένα μεγάλο μεσονύχτιο δείπνο και χορός. Πάνε όλες οι διασημότητες, οι πολιτικοί αξιωματούχοι που έχουν έρθει από το Παρίσι για την περίσταση, οι κριτές, εκείνοι που κέρδισαν βραβεία και εκείνοι που έχασαν. Είναι σκληρό για τους χαμένους να πηγαίνουν στο χορό, αλλά το να μην πας θα ‘δειχνε αγένεια. Η Μπέτσι κατάφερε να κάνει μια χαμογελαστή εμφάνιση αλλά ήξερα πως ένιωθε. Δεν μπορούσα να χαμογελάσω. Κρύφτηκα σε μια γωνιά για να μην βλέπει κανείς τα δάκρυά μου. «Έχει τόση μεγάλη σημασία το βραβείο;». Ήταν ο άνθρωπος με τα γαλανά μάτια. Τον μίσησα. Εκείνος μπορούσε να μιλάει – είχε πάρει το βραβείο καλύτερου σκηνοθέτη. Ποιος διάβολος ήταν για να μου μιλάει με αυτό το ύφος; «Αλήθεια;» γκάριξα. Γκάριξα σαν γάιδαρος. «Αξίζεις πολύ περισσότερα απ’αυτό» Με φίλησε στο μάγουλο κι έφυγε».

Το σημαδιακό 18

Η πτήση της επιστροφής στην Ελλάδα, είναι σιωπηλή. Πίσω στην Αθήνα, ένα θλιμμένο πλήθος την περιμένει έξω από το θέατρο – θρηνούν για την ήττα της, λες κι έχει χάσει η Εθνική Ελλάδος σε τελικό Μουντιάλ!  Αμέσως μετά, η Μελίνα φεύγει για μια μικρή κρουαζιέρα στα νησιά. Ο ήλιος, η θάλασσα, η τεμπελιά θα γιατρέψουν την πληγωμένη περηφάνια της. Όταν θα επιστρέψει στην πόλη, θα βρει να την περιμένουν δυό γράμματα με γαλλικά γραμματόσημα. Είναι από τον Ντασέν. Την ενημερώνει πως το σχέδιο της ταινίας προχωρά, πως τη θέλει για το ρόλο της Κατερίνας. Ξαναβρίσκονται στο Παρίσι.

Στο πρώτο τους, πραγματικό «ραντεβού», εκείνος φοράει ένα φθαρμένο καμηλό σακκάκι και στραβοπατημένα παπούτσια. Αλλά το γαλάζιο στα μάτια του αστράφτει. Μιλάνε με τις ώρες, αχόρταγα,χωρίς να παίρνουν ανάσα. Ξεχνάνε ακόμα και να φάνε. Δεν υπάρχει χρόνος γι’αυτό, για αβρότητες, για παιχνίδια και για ευγενικά προκαταρκτικά. Υπάρχει απλώς το επιτακτικό γεγονός πως πρέπει να γνωριστούν. Η Μελίνα του μιλάει, για την Ελλάδα, για τον παππού της, για τον Πύρρο (σ.σ. Σπυρομήλιο), τον μεγάλο έρωτά της, το γάμο της με τον Πάνο Χαροκόπο.  Εκείνος της λέει για τους φίλους του, τα παιδικά του χρόνια στο Χάρλεμ, τη γυναίκα του – τη γνωστή βιολονίστα και παιδική του φίλη ΜπεατρίςΛόουνερ- και τα παιδιά του: τον, Τζο, τη Ζιλί, τον Ρίκι. Το ίδιο βράδυ, η Μελίνα εξομολογείται στη φίλη της που τη συνοδεύει στο Παρίσι : «Βρίσκομαι σε φοβερά δύσκολη θέση. Αυτός ο άνθρωπος είναι ο άντρας της ζωής μου».

 

Το επόμενο πρωί, μετά από μια μεγάλη βόλτα, θα τη ρωτήσει ξαφνικά πότε γεννήθηκε «Στις 18 Οκτωβρίου». Ο Ντασέν χλωμιάζει. «Το ξερα».

Στη ζωή του σκηνοθέτη, η επανάληψη του 18, ακολουθεί  ένα σχεδόν μεταφυσικό μοτίβο. Ο Ντασέν είναι γεννημένος στις 18 Δεκεμβρίου – το ίδιο και ο πατέρας του. Η γυναίκα του, στις 18 Ιουνίου. Με τη Μελίνα γνωρίστηκαν στις Κάννες, στις 18 Μαϊου. Η ερωτική τους εξίσωση μοιάζει τέλεια. Το ίδιο βράδυ, την ώρα που την αποχαιρετά  έξω από το ξενοδοχείο της – την άλλη μέρα εκείνη πετάει για Λονδίνο –  παίρνει το χέρι της, την κοιτάζει αμίλητος και χαμογελάει παράξενα. «Ι’mhooked» , της λέει. Η καρδιά του έχει κιόλας πιαστεί στο αγκίστρι. Απλώς, εκείνος με ένα χειροφίλημα, επισφραγίζει την παράδοσή της…

Κυνηγημένοι από τον Τύπο

Αυτή θα είναι η αρχή του ειδυλλίου τους – μιας ιστορίας, πάθους, τόλμης, δημιουργίας και βαθιάς αγάπης. Και μεγάλων προβλημάτων,  ιδίως στην αρχή. Διότι, δυστυχώς, καμιά ερωτική εξίσωση δεν είναι τέλεια.

«Είχαν περάσει πέντε χρόνια και ο Ντασέν δεν είχε πάρει διαζύγιο», θα πει η Μελίνα, σε μια συνέντευξη στους NewYorkTimes«Ξέρεις πως είναι να ζεις με κάποιον που έχει γυναίκα και τρία παιδιά ; Ο Τύπος με μισούσε. Δεν είχαμε δεκάρα. Μέναμε σε ξενοδοχεία. Η μητέρα μου σε υστερία. Ο πατέρας μου σε υστερία». Ακόμα και η Ελένη Καζαντζάκη – όταν η Μελίνα και ο Ντασέν επισκέπτονται τον Νίκο Καζαντζάκη κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της ταινίας «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» – την προτρέπει να εγκαταλείψει τον Ντασέν, για χάρη των παιδιών του. «Πριν από το «Ποτέ την Κυριακή» – συνεχίζει στο ίδιο δημοσίευμα η Μελίνα- κανείς δεν μ’αγαπούσε. Στο Παρίσι έγραφαν άρθρα εναντίον μου. Οι άνθρωποι έλεγαν τρομερά πράγματα για μένα, γιατί δεν ήμασταν παντρεμένοι».

 

Η Φρανσουάζ Σαγκάν, η συγγραφέας του «Καλημέρα Θλίψη» και φίλη της Μελίνας που τους γνώριζε από την αρχή της σχέσης τους, θα περιγράψει αυτά τα χρόνια με διορατικότητα και ευαισθησία : «Μαζί, οι δυό τους ήταν ευτυχισμένοι και δυστυχισμένοι συγχρόνως, εξαιτίας του τόσο διαφορετικού παρελθόντος τους, σε ό,τι αφορά την καταγωγή, τον τρόπο ζωής και τις κοινωνικές συμβάσεις. Παράλληλα, όμως, ήταν και οι δυό τους τόσο κοντά στην ίδια τη φύση τους και στον βαθύτερό τους στόχο : την καλλιτεχνική δημιουργία. (…) Κατάφεραν, με πολύ κόπο, πιστεύω, να μετατρέψουν αυτές τις διαφορές σε ένα θετικό σύνολο μέσα στο οποίο δεν είχε θέση η μελαγχολία. Πέρασαν κακές στιγμές. Τους είδα κουρασμένους, ανήσυχους, λυπημένους, απελπισμένους. Τους είδα επίσης ευτυχισμένους, χαρούμενους, μαγεμένους από τη ζωή. Δεν τους είδα ποτέ, ούτε πικρόχολους, ούτε να έχουν καταθέσει τα όπλα, ούτε θριαμβευτές. Και, κυρίως, δεν τους είδα ποτέ εφησυχασμένους…»

Ο έρωτας της Μελίνας και του Ντασέν δεν είναι μόνο η μαγική συνάντηση δυό ανθρώπων – είναι συνάντηση δύο κόσμων. Εκείνος λατρεύει τη φλόγα της. Εκείνη τον θαυμάζει απεριόριστα και βασανίζεται από μια τρελή ζήλια.

«Υπήρχαν φορές που εγώ καθόμουν στον καναπέ και ο Τζούλης έγραφε. Αυτό με πείραζε πολύ. Αλλά τον ερωτεύτηκα τρομερά, μέχρι αυτοκτονίας. Και μου έδειξε μια άλλη πρόταση ζωής. Ήμουν πολύ κυνικό πλάσμα και μου είπε πράγματα που δεν τα είχα ξανακούσει. Τον θαύμαζα πάρα πολύ. Έζησα τον απόλυτο έρωτα».

Ο μεγαλύτερός της φόβος είναι μήπως γράψει ένα έργο για κάποια άλλη πρωταγωνίστρια, έναν ρόλο που δεν θα προορίζεται για κείνη.

 

«Εγώ ήμουν πάντα ανοιχτό χαρτί!», θα δηλώσει, πολλά χρόνια μετά, σε μια συνέντευξη στο «Βήμα» «Ο Τζούλης ακόμη και την περίοδο του τρελού έρωτα στάθηκε άγνωστος για μένα. Υπήρχε πάντα μια αποστασιοποίηση. (…) ¬Όταν τον γνώρισα, ως γνωστόν, ήταν παντρεμένος. Έπρεπε να πάρει την απόφαση να χωρίσει. Είδα στο πρόσωπό του την αγωνία του. Άλλαζε δέρμα από την αγωνία. Παρ’ όλα αυτά η συμπεριφορά του απέναντί μου ήταν εντελώς αποστασιοποιημένη».

Εν τέλει, το 1964,  από τη Λωζάννη όπου αναπαύονται με τα γυρίσματα του «Τοπ Καπ», η Μελίνα και ο Ντασέν  αναγγέλλουν την πρόθεσή τους να «δεσμευτούν». HParisJourδημοσιεύει την είδηση ως εξής: “Η Μελίνα Μερκούρη, 38 ετών, είναι η χαρά της ζωής, η ελευθερία, το απρόοπτο. Ο Ντασέν 52 ετών είναι η διακριτική διάνοια, το ταλέντο, ο μη κραυγαλέος αντικομφορμισμός. “Αν στην ηλικία μου δεν γνωρίζω τι είναι σημαντικό εις την ζωήν δεν θα το μάθω ποτέ”, ομολογεί η Μελίνα. “Ζω με τον Ντασσέν, τον αγαπώ, είναι καλύτερός μου. Και θα ήθελα αυτό να μην τελειώσει ποτέ”. Θα παντρευτούν στην Ελβετία, τον Μάιο του 1966, με πολιτικό γάμο. Στις 18 Μαϊου, στην επέτειο της γνωριμίας τους – το τελευταίο, «σημαδιακό» τους δεκαοχτάρι…

Η Μελίνα θα γίνει η «αιώνια μούσα» του Ντασέν. Η Ζιλ – Τζούλης πάντα για κείνη –θα γράψει ρόλους για κείνη, θα της αφιερώσει το καλύτερο, το πιο εμπνευσμένο κομμάτι της φιλμογραφίας του (σ.σ. εννέα ταινίες, μεταξύ των οποίων το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» «Ποτέ την Κυριακή», «Φαίδρα», «Τοπ Καπί»). Θα της γνωρίσει την Αμερική, θα της χαρίσει τη θεατρική αποθέωση με το «ΊλιαΝτάρλινγκ», μια υποψηφιότητα για Όσκαρ, θα της αλλάξει την καριέρα, τη ζωή. Θα σταθεί δίπλα της στους αγώνες της, για την πτώση τους χούντας  χούντας. Θα γυρίσει μαζί της στην Ελλάδα, θα γίνει Έλληνας για κείνη.  Μέσα στα χρόνια που έζησαν μαζί, ως τις 6 Μαρτίου 1994 οπότε εκείνη έφυγε από τη ζωή, ένα μόνο πράγμα δεν μπόρεσε,  δεν άντεξε να της συγχωρέσει – και κείνη το ‘ξερε : το ότι, μετά το 1981 παράτησε το θέατρο για να γίνει επαγγελματίας πολιτικός. «Η Μελίνα είναι μια θεά που μέσα της βρίσκει ησυχία ο Διάβολος», έλεγε ο Ντασέν. Και οι θεές, δεν πρέπει ποτέ να κατεβαίνουν στη γη…

Exit mobile version