ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ

Πόσο εύκολο είναι να χάσεις το παιδί σου σε ένα εμπορικό κέντρο

Τα Χριστούγεννα, σε μεγάλο εμπορικό κέντρο της Αθήνας, ο γιος μου περίμενε να βγάλει φωτογραφία με τον Άγιο Βασίλη που είχε στήσει την τεράστια κόκκινη βελούδινη και χρυσή πολυθρόνα του στην είσοδό του.

Τα παιδάκια ήταν πολλά, υπολογίστε κι εκείνα που τον φοβόντουσαν και καθυστερούσαν να πάνε κοντά του και θα βγει η ώρα που έπρεπε να περιμένουμε την σειρά μας. Ξαφνικά μια κυρία άρχισε να φωνάζει “βοήθεια, βοήθεια, έχασα το παιδί μου, βοηθήστε με να το βρω”. Ο κόσμος αναστατώθηκε, εκείνη γύρισε γύρω από τον εαυτό της και φώναζε το όνομα της κόρης της. “Πόσο χρονών είναι;” ρωτούσε ο ένας. “Τι φορούσε;” ρώτησε κάποιος άλλος. “Σας παρακαλώ, βοηθήστε με να βρω το παιδί μου, σας παρακαλώ” συνέχιζε η απελπισμένη μάνα. Ευτυχώς δεν πέρασαν πάνω από τέσσερα λεπτά και το παιδάκι βρέθηκε. Δεν ήταν μακριά της, αλλά ο κόσμος που έμπαινε και έβγαινε ήταν πολύς.

Ένα κοριτσάκι χάθηκε

Δεν κατηγόρησα στιγμή την μητέρα που αγωνιούσε να βρει το παιδί της ως ανεύθυνη. Πολλές φορές μαλώνω τον γιο μου που τρέχει μπροστά μου όταν είμαστε σε κάποιο μαγαζί, όταν για πλάκα χώνεται μέσα στις κρεμάστρες, όταν μου αφήνει το χέρι για να πάει να δει κάτι που του άρεσε.

Με την ευκαιρία του περιστατικού, του ξαναείπα ότι δεν αφήνουμε ποτέ το χέρι της μαμάς σε εμπορικά κέντρα.

Μπορείς εύκολα να χαθείς μέσα στον κόσμο. “Και θα φωνάζεις σαν την κυρία;” μου λέει ο γιος μου. “Και χειρότερα” του απαντώ. “Είναι εύκολο να χαθούμε όταν είμαστε κάπου που έχει πολύ κόσμο κι αυτό δεν θα είναι καθόλου ευχάριστο” ανοίγω μια καθόλου εύκολη κουβέντα. “Που θα πάω αν χαθώ” με ρωτάει και πάλι ο γιος μου και πώς να του το πω τώρα; “Θα πας σε κάποιον αστυνομικό ή φύλακα και θα του πεις ότι έχασα την μαμά μου”. Πολλές φορές του έχουμε μάθει την διαδικασία. Το όνομα του. Το όνομα της μαμάς, του μπαμπά. Την διεύθυνση μας την ξέρει και σήμερα έγραψε σε ένα χαρτί το τηλέφωνο του πατέρα του, καθώς δυσκολευόταν να το θυμηθεί. “Θα το έχω πάντα στην τσέπη μου”, μας είπε.

Που είναι το παιδί;

Σήμερα βρέθηκα εγώ στη θέση αυτής της έξαλλης μάνας που είχε χάσει για λίγα λεπτά το παιδί της. Ο γιος μου καθώς φεύγαμε από τον παιδότοπο με μεγάλο εμπορικό κέντρο, έπαιζε με δύο αυτοκινητάκια. Έριχνε με δύναμη το ένα μπροστά και ύστερα έτρεχε να το πιάσει. Στις κυλιόμενες σκάλες τα μάζεψε, αλλά έφυγε πιο μπροστά και με ανάγκασε να φωνάζω “περίμενε, περίμενε” καθώς εγώ δεν μπορούσα να περάσω ανάμεσα στον κόσμο όπως εκείνος. Όταν κατεβήκαμε του είπε ότι αυτό που κάνει στις σκάλες είναι επικίνδυνο και μπορεί να χτυπήσει. Μου έδωσε το ένα αυτοκινητάκι και έριξε το άλλο και πάλι μπροστά μας. Γυρίζω να βάλω στην τσάντα μου το αυτοκινητάκι και η αλήθεια είναι ότι μου παίρνει μερικά δευτερόλεπτα καθώς κρατάω την τσάντα μου, έναν μικρό σάκο του γιου μου, το μπουφάν μου και το δικό του (κακώς τόσα ρούχα για τα κλειστά εμπορικά κέντρα).

Αυτό το μισό λεπτό είναι αρκετό ώστε, μόλις κλείσω το φερμουάρ της τσάντας μου και πάω να τον πιάσω να κατέβουμε τις επόμενες κυλιόμενες σκάλες, να μην είναι δίπλα μου.

Γυρίζω μια φορά γύρω από τον εαυτό μου κοιτώντας χαμηλά. Γυρίζω άλλη μία κοιτώντας πιο ψηλά, πουθενά. Δεν μπορώ να βγάλω άχνα, τα γόνατά του κόβονται, το σώμα μου αρχίζει και μουδιάζει.

Ένας κύριος με καταλαβαίνει αρχίζει να ψάχνει κι αυτός. “Γιώργο”, επιτέλους βγήκε η φωνή μου. “Γιώργο”, φωνάζω τώρα πολύ δυνατά. “Γιώργοοοοοο;”. “Μαμά, μαμά”, με κλάματα ο γιος μου έρχεται προς το μέρος μου. “Νόμιζα ότι σε έχασα” μου λέει πέφτοντας στην αγκαλιά μου και η καρδιά του χτυπάει δυνατά. Δεν μπορεί να σταματήσει να κλαίει. “Πήγα να πιάσω το αυτοκινητάκι μου και μόλις σηκώθηκα δεν σε είδα, κοίταξα, κοίταξα, σε λίγο είδα το πουκάμισό σου και έτρεξα. Νόμιζα ότι σε έχασα μαμά” ξαναλέει και δεν μπορεί να σταματήσει να κλαίει. Με κρατάει σφιχτά γύρω από το κεφάλι. Τον σηκώνω με όσα πράγματα κουβαλάω και κατεβαίνουμε αγκαλιά τις κυλιόμενες σκάλες. Στο αυτοκίνητο προσπαθεί να δέσει μόνος του την ζώνη ασφαλείας, κάτι που συχνά κάνει με το ζόρι, κλαίει ακόμα και μου θέλει να μου κρατάει το χέρι.

Το τηλέφωνο στην τσέπη

“Μωρό μου, δεν αφήνουμε ποτέ το χέρι της μαμάς όταν περπατάμε ανάμεσα σε κόσμο. Δεν αφήνουμε ποτέ το χέρι της μαμάς και δεν τρέχουμε μακριά της. Φοβήθηκα πολύ μέχρι να σε βρω”. Ακόμα δεν έχει ηρεμήσει, δεν νομίζω ότι χρειάζεται να πω περισσότερα. Δεν θα ξαναφήσω ποτέ το χέρι του σε εμπορικό κέντρο, κι εκείνος νομίζω ότι θα ξανακάνει πολύ καιρό να τρέξει ανάμεσα στον κόσμο στις κυλιόμενες σκάλες.

Στα δικά μας σκαλοπάτια, όσο εγώ εξακολουθώ να κουβαλάω τις τσάντες μας, κρατάει το μπουφάν μου κι έρχεται από πίσω μου όσο εγώ κλείνω την εξώπορτα. Όταν μπαίνουμε στο σπίτι και βλέπει ο μπαμπάς τα μούτρα μας, του λέμε τι έγινε.

Κάπως έτσι ξαναθυμηθήκαμε το όνομα της μαμάς, του μπαμπά, την διεύθυνση του σπιτιού, το τηλέφωνο του μπαμπά το έγραψε σε χαρτάκι. Θα το έχει πάντα στη τσέπη του, μας είπε.

Εγώ που τα θυμάμαι όλα αυτά ξαναείπα στον εαυτό μου ότι δεν θα ξαναφήσω το χέρι του παιδιού σε εμπορικό κέντρο, όσα αυτοκινητάκια κι αν θέλει να κυνηγήσει. Εγώ είμαι υπεύθυνη γι’ αυτόν.