“Ρε μαμά, ούτε τι θα πει μου έλειψες δεν ξέρω”
- 10 ΑΠΡ 2015
Κανονικά, όταν λείπει ο γιος μου από το σπίτι, θα έπρεπε να εκμεταλλεύομαι την ησυχία και να κοιμάμαι λίγο παραπάνω, να βγαίνω με τον άντρα μου έξω χωρίς το ωράριο της babysitter, να βρίσκω την ευκαιρία να δω τις φίλες μου περισσότερο ή να πάω βόλτα στα μαγαζιά χωρίς να με τραβάει κάποιος από το παντελόνι ρωτώντας με συνέχεια πότε θα πάμε στον παιδότοπο.
Τα κάνω όλα αυτά. Όταν ο γιος μου πάει στον παππού και την γιαγιά, που ευτυχώς μένουν στην εξοχή και παίρνει πολύ καθαρό αέρα, είναι αλήθεια ότι θα μπορούσα να ξεκουράζομαι ή να διασκεδάζω. Αυτά βέβαια, αν το βράδυ κοιμόμουν κιόλας.
Είναι Μεγάλη Παρασκευή, ξημερώματα τώρα που γράφω την στήλη. Ο γιος μου από προχθές το βράδυ βρίσκεται στο ωραιότατο χωριό των γονιών μου και κυνηγάει γάτες. Συνήθως γυρίζει ένα κιλό βαρύτερος με κατακόκκινα μαγουλάκια. Μου φέρνει και αγριολούλουδα. Όλα καλά. Μαζί του είναι και ο άντρας μου. Είμαι μόνη στο σπίτι. Ύστερα από ένα πολύ καλό βραδινό που πήγα με τις κολλητές μου. Δούλευα από το πρωί. Το ίδιο θα μου συμβεί και αύριο. Κοιμήσου Άντρια κοιμήσου. Είσαι κουρασμένη. Πώς θα πας δουλέψεις αύριο και πώς θα οδηγήσεις για να πας κι εσύ για το δικό σου Πάσχα στο χωριό; Κοιμήσου είναι 12 και μισή η ώρα.
Δεν μπορώ. Ξέρω ότι κανονικά I should be sleeping like a log, αλλά δεν με παίρνει με τίποτα ο ύπνος. Χαζεύω στο ίντερνετ, κάνω ατελείωτο ζάπινγκ, τρώω coco pops, προσπαθω να περάσω μία ακόμα πίστα στο Candy Crush (άκου πίστα 860; εγώ είμαι στην 37), μήπως να δω μια ταινία; Ναι, αυτή. “The Champ”. Μα πώς μου ήρθε; Δεν μπορούσα να σκεφτώ μια πιο επίκαιρη;
Δεν μου έφτανε η στεναχώρια μου; Δεν μου έφτανε η ανησυχία μου για το αν το παιδί κοιμάται από την αγαπημένη του πλευρά; Ή μήπως δεν ήταν αρκετή η αγωνία μου αν τον έχει πιάσει πάλι η αλλεργία του με τις κάμπιες σε ένα χωριό γεμάτο πράσινα δέντρα;
Έπρεπε να ψυχοπλακωθώ περισσότερο με το παιδάκι που το μεγαλώνει ο πατέρας του, που η μητέρα του τους άφησε και γυρίζει πίσω διεκδικώντας να συμμετέχει στην ζωή του γιου της και πάλι και ο πατέρας ζορίζεται, θέλει να αποδείξει ότι είναι καλός μπαμπάς και σαν να μην του έφτανε η φτώχεια και η αναστάτωση της επιστροφής της άπονης μάνας που πλέον είναι πάμπλουτη πεθαίνει κιόλας!
Πόσο κλάμα ρίχνω. Χάλια έγινα. Μα τι μου συμβαίνει; Είναι μόνο μια ταινία. Ο Τζον Βόιτ δεν πέθανε στα αλήθεια και η Ντάναγουεϊ δείχνει ότι μπορεί να είναι μια καλή μάνα. Και κούκλα.
Κλαίω σας λέω. Ποια Μάρθα Βούρτση, η Άντρια Κωνσταντίνου! Τρεις και μισή τα ξημερώματα έχει πάει η ώρα και θα σηκωθώ στις 8. Γιατί να μην έχω ξεραθεί από την κούραση πια; Κι άλλες γίνανε μάνες, αλλά έτσι δεν έκαναν. Δεν πήγε και σε άλλη χώρα το παιδί σας, κυρία, μου, πώς κάνετε έτσι;
Φυσικά και δεν χαίρομαι για την κατάστασή μου. Κλαίω όμως πολύ ωραία. Όχι του τύπου τι όμορφη που είσαι όταν κλαις, αλλά με πόνο. Γεμάτα. Το ζω το κλάμα μου. Το πιστεύω. Ταυτίστηκα. Με τον πόνο της μάνας που ξαναγυρίζει μετανοημένη, την υπερπροσπάθεια του πατέρα να αποτελέσει πρότυπο στον μικρό του γιο, άσε με σου λέω.
Τις προάλλες που και πάλι ο γιος μου είχε λείψει για δύο μέρες στην άλλη γιαγιά, όταν γύρισε του είπα “μα πόσο μου έλειψες αγάπη μου, πόσο μου έλειψες”. Μετά από λίγο μου είπε “ρε μαμά, ούτε τι θα μου έλειψες δεν ξέρω”. Γλύκας;
Βέβαια, τα Χριστούγεννα, όταν είχε μείνει λίγο παραπάνω από μας στην μάνα μου, γύρισε σπίτι γεμάτος απορία “μαμά, εσύ πώς και δεν κάνεις καμιά πίτα ή κουλουράκια ποτέ”; Πώς είπατε;
Συμπεράσματα.
– Από τότε που έγινα μαμά συγκινούμαι περισσότερο από πριν. Πάρα πολύ σας λέω. Ειδικότερα άμα δω καμιά άλλη πονεμένη μάνα στην τηλεόραση. Δεν μπορώ να μην κοιμάται το βράδυ στο σπίτι το παιδί. Έχω μια νέα ρουτίνα πια και το παραμύθι, η αγκαλιά και το φιλάκι πριν τον ύπνο είναι η sequence που με ηρεμεί. Όσο κουρασμένη κι αν είμαι.
– Αν είναι να λείπει το παιδί και να γίνομαι χάλια, μήπως να μην το κάνει πολύ συχνά, γιατί θα γεράσω πριν την ώρα μου.
– Ο Τζον Βόιτ ήταν και πολύ ωραίος άντρας έτσι;
– Ξέρω ότι θα με λέτε τόση ώρα γελοία μάνα, καταπιεστική, που δεν αφήνει το παιδί της να αναπνεύσει λίγο μακριά, αλλά δεν με νοιάζει καθόλου.
– Τελικά, οι γονείς μας, οι δικοί μου και του άντρα μου, είναι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ζωής μας, ε;
– Που να πάει και κατασκήνωση ο γιος μου! Γιατί πενταήμερη; Θα την αντέξω; Πανεπιστήμιο; Μπα, καλύτερα να του ανοίξω ένα σάιτ.
Να, κλαίω πάλι.