ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ

“Σήκωσε με ψηλά”: μια μίνιμαλ παράσταση που ο γιος μου λάτρεψε

Μέχρι στιγμής όταν πηγαίναμε στο θέατρο με το παιδί, ήμουν προετοιμασμένη για τα τελευταία 20 - 30 λεπτά, όταν και μετά από μία ώρα ο γιος μου κουραζόταν. Λίγα ποπ κορν, κανένα μπισκοτάκι βοηθούσαν. Στο "Σήκωσε με ψηλά" ευτυχώς δεν κουβάλησα τίποτα.

Η παράσταση έλεγε ότι θα κρατήσει ακριβώς μία ώρα. Τέλεια! Αντέχουμε. Μόλις βέβαια φτάσαμε στο θέατρο “Μπιπ” και είδα το σκηνικό, το σχεδόν άδειο, ανησύχησα για κάτι άλλο. Που είναι οι ζωγραφιές, τα ζωάκια, τα λουλουδάκια, δεν έχει χρώμα αυτή η παράσταση; Πολύ λιτή μου φαίνεται η σκηνή. Καθίσαμε. Ο γιος μου και δύο φίλοι του μπροστά, οι μαμάδες πίσω.

Η Ελένη προσπαθεί να κοιμηθεί στο σκοτάδι, αλλά μάταια. Φοβάται. Το μικρό της πορτατίφ δεν είναι αρκετό για να εξαφανίσει όσα φαντάζεται ότι μπορούν να συμβούν σε εκείνα τα σημεία του δωματίου που δεν βλέπει. Η μαμά της (ωχ, κάτι μου θυμίζει αυτό) της έχει πει πώς πρέπει πια να κοιμάται με κλειστό το φως, δεν είναι πια και κανένα μωρό!

Η Ελένη όμως δεν μπορεί και μοναδική της συντροφιά ένας νάνος, από το αγαπημένο παραμύθι. “Δεν έρχεται κι αυτός να βοηθήσει”, μονολογεί θυμωμένη. Και σαν μην έφτανε η μοναξιά, η νύχτα είναι και βροχερή.

“Μόνο αυτή θα παίζει;”, ρωτάει ο γιος μου από μπροστά, “γιατί είναι σκοτάδι;”, δεν έχει καταλάβει ο μικρότερος της παρέας δίπλα τους. Ευτυχώς ο νάνος έρχεται πάνω στην ώρα.

“Χαχαχααα, το παντελόνι του είναι σκισμένο”, ακούγεται από το κοινό. “Έτσι είναι οι νάνοι μαμά;”. Τα παιδιά κάνουν τις πιο γλυκές και ξεκαρδιστικές ερωτήσεις, οι ηθοποιοί στη σκηνή ακούν, απαντούν, τα “βάζουν” στο έργο.

Η συμμετοχή των παιδιών στην παράσταση κρατά το ενδιαφέρον τους έντονο και όταν ο νάνος αρχίζει και παίρνει την Ελένη μακριά από το δωμάτιό της με σκοπό να την βοηθήσει να μην φοβάται εκείνα βουτάνε μαζί τους στο βυθό, άλλα βλέπουν μέδουσες, άλλα χταπόδια, άλλα καβούρια.

Όταν η Ελένη και ο νάνος χάνονται κάπου ψηλά, ο γιος μου βλέπει τα φωτάκια ως πλανήτες, ένα άλλο παιδάκι σαν αστέρια και κάποιο αναζητά τον Κρόνο με το δαχτυλίδι. “Που είμαστε Ελένη, δεν σε βλέπω”, λέει ο νάνος, “στο διάστημα χαζέ” του λένε τα παιδιά. “Δεν σε βλέπω επιμένει” ο νάνος, “πίσω σου είναι, δεν βλέπεις;”.

“Προσπαθήσαμε να αντιμετωπίσουμε το παιδί διαφορετικά. Σαν έναν ώριμο θεατή που έρχεται κι αυτό στο σύγχρονο θέατρο. Το μίνιμαλ. Δεν χρειάζεται να στα δώσω όλα, κάνε και κάτι μόνος σου. Το παιδί καλείται να δημιουργήσει. Δεν με νοιάζει τι θα δούνε και τι θα πουν για τα σκηνικά, αν κάποιο βλέπει έναν κάβουρα ή μια μέδουσα, είναι ο φόβος τους. Είναι τι φοβάσαι. Από την άλλη, επειδή η παράσταση είναι και το όνειρο ενός παιδιού, το παιδί δημιουργεί έναν χαρακτήρα που φοβάται και ο χαρακτήρας. Να φοβάται και ο νάνος”, μου λέει μετά το τέλος της παράστασης η Βίκυ Πολυχνιάτου. Την είδα κι εγώ ευχάριστα της λέω, όχι για να την κολακέψω, αλλά επειδή ήταν αλήθεια. “Ο ενήλικας μπαίνει στο ψυχόδραμα του παιδιού, που του ανάβει ένα φωτάκι και του λέει μεγάλωσες, κοιμήσου και αναρωτιέται τι μπορεί να αισθάνεται ένα παιδάκι στο σκοτάδι. Ακόμα, μπορεί και ο ίδιος να μην έχει αποτάξει, έναν φόβο ή μια ντροπή, μπορεί επίσης να θυμηθεί πώς ένιωθε όταν χρειάστηκε να κοιμηθεί πρώτη φορά στα σκοτεινά, οπότε ίσως έτσι κρατάς και τους μεγάλους”. 

– Τι να απαντάμε στα παιδιά όταν μας ρωτούν κατά τη διάρκεια θεατρικών παραστάσεων;

– Πετάξτε τους το μπαλάκι, εσύ τι βλέπεις; Μην τους τα δίνετε εύκολα. Αφήστε τα να δημιουργήσουν.

– Τι να λέμε στα παιδιά όταν μας λένε ότι φοβούνται;

– Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Σιγά σιγά θα πάψεις να φοβάσαι. Έτσι ήμουν κι εγώ.

– Ο μπαμπάς φοβάται;

– Νομίζω ότι κι εκείνος φοβάται. Όλοι το φοβούνται το σκοτάδι.

Ας μην είμαστε αυθεντίες στις ερωτήσεις που μας κάνουν τα παιδιά μου απαντά η Βίκυ όταν τη ρωτάω τι να λέω στο παιδί όταν μου λέει “μαμά φοβάμαι”.

Το ίδιο βράδυ, πριν κοιμηθεί ο γιος μου, όταν του άφησα το φωτάκι – αυτοκινητάκι ανοικτό, του λέω: “είδες πόσα πράγματα είχε το σκοτάδι στο δωμάτιο της Ελένης;”. “Ναι, αλλά όταν πήγε στο διάστημα, είχε πολλά αστέρια”, μου απαντά. “Καμιά φορά το σκοτάδι κρύβει θησαυρούς” του λέω. “Ναι, αλλά μαμά μείνε λίγο μαζί μου μέχρι να με πάρει ο ύπνος” μου λέει. “Θα μείνω ψυχή μου του απαντώ, σε καταλαβαίνω”.

Λίγα ακόμα λόγια για την Βίκυ Πολυχνιάτου και την παράσταση

Η Βίκυ Πολυχνιάτου, έχει σπουδάσει στο Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία, του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα τελευταία 20 χρόνια, διδάσκει σε ιδιωτικά νηπιαγωγεία. Στην πορεία των μαθημάτων της, διαπίστωσε ότι υπάρχει ανάγκη για περισσότερα παραμύθια που να περνάνε μηνύματα, να προβληματίζουν και να εξάπτουν τη φαντασία των μικρών παιδιών. Μέχρι σήμερα, έχει γράψει συνολικά 10 παραμύθια. Από αυτά, ωστόσο, δεν έχει εκδοθεί ακόμα κανένα. Το πρώτο που βγαίνει από τις αίθουσες διδασκαλίας και συστήνεται στο κοινό, δε θα έχει τη μορφή εντύπου, αλλά παράστασης. Πρόκειται για το “Σήκωσε με ψηλά”.

Η υπόθεση έχει ως εξής: Ένα κορίτσι, η Ελένη κι ένας Νάνος μαγικός θα κάνουν ένα ταξίδι μαζί. Από τη γη στο βυθό και από το βυθό στον ουρανό. Θα πάρουν μαζί τους τη ντροπή και το φόβο και θα τα διώξουν. Οι δύο αυτοί, όταν συναντηθούν,  θα περιπλανηθούν σαν παλιοί φίλοι, με οδηγό την περιέργεια. Μια νύχτα βροχής, δε θα τρομάξουν, μέχρι να πετύχουν αυτό που ονειρεύονται, να πετάξουν ψηλά!

H παράσταση είναι ιδανική για παιδιά που πάνε προνήπιο, νηπιαγωγείο, πρώτη και δευτέρα δημοτικού αλλά μπορεί να αγγίξει και μαθητές μέχρι έκτης δημοτικού.

Η Βίκυ Πολυχνιάτου, στοχεύει να συνεχιστεί και από το νέο έτος, ενώ σε ένα χρόνο από σήμερα θα κυκλοφορήσει και το πρώτο της έντυπο παιδικό παραμύθι, από τις εκδόσεις “Susaeta”. Τίτλος του “Ξέρει κάποιος να μου πει αν υπάρχει Άη Βασίλης” και θέμα του όλες οι Χριστουγεννιάτικες απορίες των παιδιών. Παράλληλα, συνεχίζει να διδάσκει, αυτή την περίοδο στον εκπαιδευτικό Όμιλο “Πόλκα-Φροέλεν” στη Νέα Ερυθραία που την έχει στηρίξει πολύ, στα νέα της εγχειρήματα.