ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ

Μητρικός θηλασμός και ψυχολογία: Μιλήσαμε με τις ειδικούς και έχουμε όλες τις απαντήσεις

Unsplash

Το σώμα μιας γυναίκας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, του τοκετού και της γαλουχίας είναι ένα εργοστάσιο ορμονών και αυτό οπωσδήποτε δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστη τη ψυχολογία της. Πώς αλλάζει η ψυχολογία της όταν αρχίζει να θηλάζει και τι συμβαίνει όταν νιώθει ότι δεν τα καταφέρνει; Πώς μπορούμε να στηρίξουμε μία νέα μητέρα στην προσπάθειά της και πόσο εύκολο είναι να πει τελικά μία μαμά ότι δεν θέλει να θηλάσει στο περιβάλλον της. Μπορεί οι απόψεις της Διεθνώς πιστοποιήμενης Συμβούλου Γαλουχίας IBCLC με MA στη Ψυχολογία, Μαρίας Φερτάκη, και της Παιδοψυχιάτρου, Φωτεινής Ρηγίζου, να διαφωνούν σε πολλά, όμως απάντούν σε όλα αυτά και ακόμα περισσότερα ερωτήματα.

Ο θηλασμός είναι ένα κεφάλαιο που απασχολεί τις γυναίκες πριν και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και φυσικά από το πρώτο λεπτό μετά τον τοκετό. Κι ενώ μόλις ίσως μάθει πώς να διαχειριστεί το γεγονός ότι το σώμα της έχει γίνει ένα «εργοστάσιο ορμονών» που μεγαλώνει ένα παιδί, η εγκυμοσύνη ολοκληρώνεται και ξαφνικά όλα αλλάζουν ξανά. Με αφορμή την εβδομάδα μητρικού θηλασμού αποφασίσαμε να ρωτήσουμε τις ειδικούς για όλα.

«Αλλάζουν πάρα πολλά πράγματα, ορμονικά αλλάζουν όλα. Γίνεται μια έκρηξη ορμονών και κατά την εγκυμοσύνη και με τον τοκετό. Σε ό,τι αφορά την ψυχολογία της γυναίκας επειδή πέφτει απότομα η προγεστερόνη με τον τοκετό, υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που μπορεί να εμφανιστεί επιλόχειος κατάθλιψη. Αυτό όμως δεν ισχύει για όλες, είναι κάποιες περιπτώσεις. Από εκεί και πέρα για έναν χρόνο, μέχρι δηλαδή να γίνει ενός έτους το μωρό, το ίδιο το σώμα προφυλάσσει και προετοιμάζει τη μαμά για να φροντίσει το μωρό της. Τι σημαίνει αυτό; Αυτό που έχουμε ακούσει να λένε για μία μαμά ότι κοιμάται πολύ βαριά και δεν θα ακούσει το μωρό της για παράδειγμα μπορεί να μην ισχύει κι αυτό είναι θέμα ορμονών. Οι γυναίκες που είναι λεχώνες ακούνε πολύ καλύτερα και έχει εντοπιστεί και ερευνητικά αυτό. Το κάνει η φύση για να μπορεί να συντηρηθεί το μωρό μέχρι να φτάσει ενός έτους» λέει η Φωτείνη Ρηγίζου για τον τρόπο που αλλάζει η ψυχολογία της γυναίκας με το που γεννήσει.

Η Μαρία Φερτάκη σημειώνει «Οι ίδιες ορμόνες χρειάζονται και για να αναπτυχθει ένα μωρό και για να γεννηθεί και στην συνέχεια για να τραφεί μέσω του θηλασμού. Είναι ένα κοκτέιλ ορμονών που έχουν να κάνουν με την ευχαρίστηση, προλακτίνη, οκυτοκίνη, ενδορφίνες. Τις ίδιες ορμόνες που χρειάστηκαν στην αρχή για τη σύλληψη, τις ίδιες ιδανικά χρησιμοποιούμε για ένα φυσικό τοκετό, και στη συνέχεια οι ίδιες εκκρίνονται στη διαδικασία του θηλασμού. Με το που γεννιέται λοιπόν ένα μωρό και ιδανικά, κατά τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας τοποθετείται πάνω στο στέρνο της μαμάς -κι αυτό είναι η ιδανική αρχή για όλα τα μωρά, να ακουμπήσουν στο στέρνο της μαμάς και να μείνουν εκεί για μία ώρα όχι για ένα δύο λεπτάκια- υπάρχει μια πολύ μεγάλη έκκριση ορμονών, ενδορφινών και οκυτοκίνης και ξεκινά η έκκριση της προλακτίνης, που ουσιαστικά γίνεται η πρώτη έντονη σύνδεση με τη μαμά. Το μωρό μπορεί να κάνει μια κίνηση να πιάσει το στήθος ή να κοιταχτεί με τη μαμά, θα αγγίξει το δέρμα της, η μαμά θα χαιδέψει πολύ απαλά το μωρό της». Η ίδια διευκρινίζει:

«Όλα αυτά είναι μια αλληλουχία κινήσεων που σε διαφορετικούς πολιτισμούς και σε διαφορετικές περιόδους είναι η ίδια. Είναι ουσιαστικά μια βιολογική σειρά δράσεων που θα κάνουν οι μητέρες και τα μωρά τους όπου κι αν βρεθούν αν τους δωθεί η ευκαιρία και τους το επιτρέψουν βέβαια».

Αυτή η διαδικασία βοηθά και στον θηλασμό κατά την Μαρία Φερτάκη. «Είναι πολύ σημαντικό γιατί είναι μια εγγραφή. Αν η πρώτη εγγραφή είναι ότι το μωρό κινείται μόνο του και πηγαίνει στο στήθος και το πιάνει, καταρχάς εγγράφεται στο ίδιο το μωρό ότι ”εγώ τα καταφέρνω και μπορώ να θηλάσω. Αυτός είναι ο φυσικός τρόπος να φάω”. Στην μητέρα εγγράφεται ότι “το μωρό μου δεν είναι ένα ανίκανο πλάσμα που πρέπει να κάνω τα πάντα γι’ αυτό εγώ, αλλά μπορεί μόνο του να κινηθεί και να φτάσει στο στήθος και να φάει”, πράγμα που είναι πολύ αντίθετο στην κουλτούρα μας και στο τι πιστεύουμε ότι μπορούν να κάνουν τα μωρά.

Οπότε είναι καταρχάς βιολογική η ανταπόκριση και το ίδιο μας το σώμα μετά, τόσο σύντομα μετά τον τοκετό νιώθει την ενεργοποίηση του στήθους, ξεκινά απευθείας την διαδικασία του να κατεβάσει γρήγορα γάλα. Ένα μωρό που θα θηλάσει μέσα στην πρώτη ώρα έχει περισσότερες πιθανότητες να θηλάσει αποκλειστικά και για περισσότερο καιρό από ένα μωρό που δεν θα θηλάσει μέσα στην πρώτη ώρα, από ό,τι δείχνουν οι έρευνες, κι επίσης να έχει μια μαμά που θα έχει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στον ρόλο της σαν μητέρα. Κατ’ επέκταση αυτή η πρώτη ώρα του θηλασμού έχει συνέπειες πολύ μακροχρόνιες για την επιτυχία και τη διάρκεια του θηλασμού», σημειώνει.

Η παιδοψυχίατρος Φωτεινή Ρηγίζου τονίζει σχετικά με τα οφέλη εκείνης την πρώτης στιγμής του θηλασμού αλλά και γενικά του μητρικού θηλασμού στην καλή ψυχολογία του παιδιού. «Γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια με το που βγαίνει το μωρό, πολύ πριν το πάρουν να το πλύνουν, το βάζουν κατευθείαν στο στήθος, στη μαμά. Η πρώτη κίνηση είναι η απόπειρα να θηλάσει. Κάνει καλό στην ψυχολογία του παιδιού γιατί είναι και πολύ κοντά όταν βρίσκονται εκεί και στην καρδιά της μαμάς. Γι’ αυτό για να ηρεμήσει ένα μωρό το ακουμπούν στο στήθος της μαμάς τους γιατί αυτός ο ήχος της καρδιάς είναι ο ήχος που τον ακούν όλους αυτούς τους 9 μήνες στην κοιλιά της μαμάς. Είναι ο ρυθμός που το βρέφος έχει μάθει να αναπτύσσεται, οπότε το κάνει να νιώθει μεγαλύτερη ασφάλεια», τονίζει.

Σύμφωνα με την  Εθνική Μελέτη Εκτίμησης της Συχνότητας και των Προσδιοριστικών Παραγόντων του Μητρικού Θηλασμού στην Ελλάδα, που διενεργήθηκε από το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, το ποσοστό των γυναικών κατάφεραν να θηλάσουν την πρώτη ημέρα ζωής του παιδιού τους στην χώρα μας είναι συντριπτικό, αφού αγγίζει το 94%.

 

Η κατάσταση εντός των γυναικών εκείνη την πρώτη μέρα και τις επόμενες, όπως είπαν και οι ειδικοί είναι ένα κοκτέιλ με ορμόνες. Βοηθά την εύθραυστη ψυχολογία της ο θηλασμός; «Βοηθάει πολύ» σημειώνει η Φωτεινή Ρηγίζου και συνεχίζει: «Αυτό έχει να κάνει με το ότι αισθάνεται πιο κοντά στο μωρό της. Και μόνο η κίνηση ότι το βρέφος είναι πάνω στο στήθος της και τρέφεται από αυτήν, μειώνεται η απόσταση που μπαίνει ανάμεσα σε εκείνη και το μωρό με το που γεννάει το παιδί, που φεύγει από μέσα της και που ήταν ένα με το σώμα της. Δεν είναι λοιπόν πια ένα παιδί που φεύγει ή που μπορεί να το ταϊσει ο καθένας με ένα μπιμπερό, είναι κάτι που το κάνει μόνο εκείνη, όπως το έκανε και τους 9 μήνες που ήταν μέσα της. Είναι πολύ κοντά στην προηγούμενη κατάσταση. Βοηθάει στη μετάβαση. Και από εκεί και πέρα έχει να κάνει με το ότι αισθάνεται ικανή που τα καταφέρνει όταν βλέπει ότι το μωρό της παίρνει  βάρος και μεγαλώνει και σίγουρα αισθάνεται και καλά για το σώμα της γιατί ο θηλασμός κάνει πολύ καλό και στο σώμα της γυναίκας. Είναι πλέον αποδεδειγμένο με έρευνες ότι ο θηλασμός είναι προστατευτικός παράγοντας για τον καρκίνο του μαστού. Οπότε δευτερογενώς αισθάνεται ότι φροντίζει και τον εαυτό της, ότι κάνει κάτι καλό και για το δικό της το σώμα».

Η Μαρία Φερτάκη αναφέρεται επίσης αναλυτικά στο θέμα σημειώνοντας: «Ο πρώτος καιρός μετά τον τοκετό, οι πρώτες δύο εβδομάδες και ιδίως με το πρώτο μωρό, είναι μια πολύ ευαίσθητη περίοδος για τις γυναίκες, με μεγάλες αυξομοιώσεις ορμονών στο σώμα τους και με πολλές διακυμάνσεις και ερωτηματικά για την ικανότητά τους να τα καταφέρουν, για τον ρόλο τους ως μητέρες, για το που πάνε οι άλλοι τους ρόλοι κι όλα αυτά. Οπότε ο θηλασμός από τη στιγμή που θα πηγαίνει καλά, είναι μια φοβερή δόση αυτοπεποίθησης στην καινούργια μητέρα γιατί μπορεί μέσα από το σώμα της να φροντίσει και να θρέψει αυτό το μωρό και είναι πολύ μεγάλη χαρά να βλέπουν το μωρό τους να αναπτύσσεται με το δικό τους γάλα και αυτή η αυτοπεποίθηση φαίνεται μετά και σε άλλα πράγματα, από το πώς μπορούν να ακούσουν το ένστικτό τους και πώς αυτό με τη σειρά του βοηθάει στο να καταλαβαίνουν καλύτερα το μωρό τους και να συνδέονται μαζί του, να παίρνουν αποφάσεις σε σχέση με την οικογένεια, τον ρόλο τους σαν μητέρα, με τον σύντροφο.

Όταν η μαμά θηλάζει οι ορμόνες που εκκρίνει εκείνη την ώρα ο οργανισμός της, είναι ορμόνες ηρεμίας, σύνδεσης, αγάπης κι αυτό πάει στο μωρό, στην ίδια, στα άλλα παιδιά που μπορεί να υπάρχουν στην οικογένεια, στο σύντροφο. Δίνει δηλαδή τελικά ένα κλίμα αγάπης, υποστήριξης, φροντίδας και το μήνυμα ότι τα καταφέρνουμε και όλα είναι καλά. Όταν υπάρχουν προβλήματα με τον θηλασμό, αυτό είναι δύσκολο γιατί πάλι είναι πάρα πολλές οι ορμόνες που έχουν να κάνουν με αυτή τη διαδικασία. Μια μαμά σε μια ευάλωτη περίοδο που δεν κοιμάται καλά, που μπορεί να είναι μετά από ένα χειρουργίο -στην Ελλάδα έχουμε ένα 70% καισαρικές-, μετά από μία φροντίδα στο μαιευτήριο που δεν είναι ιδανική για να κάνει μια καλή αρχή με το θηλασμό, πολύ συχνά βρίσκεται στο σπίτι μόνη χωρίς υποστήριξη, ενώ ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον, φτιαγμένο να λειτουργεί σε ομάδες. Συνήθως η συνεχής φροντίδα που πρέπει να έχει μια γυναίκα που γεννάει δεν υπάρχει στην Ελλάδα του σήμερα.

Αν προσθέσει σε όλα τα παραπάνω και δυσκολίες που έχουν να κάνουν με το θηλασμό, π.χ. πονεμένες θηλές, ερωτήσεις για το αν έχω αρκετό γάλα και όλα αυτά, τότε πραγματικά μπορεί να τις πάρει πολύ από κάτω. Είναι φυσιολογικό τις πρώτες δύο εβδομάδες να υπάρχουν καταθλιπτικά συπτώματα που όμως δεν είναι μια αληθινή κατάθλιψη, έχουν να κάνουν με τις αυξομοιώσεις ορμονών του πρώτου καιρού, αλλά συνήθως μέσα σε αυτές τις πρώτες 15 μέρες και ο θηλασμός μπαίνει κάπως σε ένα ρυάκι και αυτά τα συμπτώματα υποχωρούν».

Θηλασμός και επιλόχειος κατάθλιψη

Έρευνα του 2014 από το Πανεπιστήμιο του Cambridge είχε δείξει πώς οι νέες μητέρες που θηλάζουν αντιμετωπίζουν κατά 50% χαμηλότερο κίνδυνο να εμφανίσουν επιλόχειο κατάθλιψη, μία κατάσταση που απασχολεί σίγουρα το μυαλό κάθε εγκυμονούσας και νέας μητέρας. Πώς συνδέονται αυτά τα δύο, και είμαστε όντως προστατευμένες; Η Μαρία Φερτάκη συμφωνεί και τονίζει:

«Είναι μικρότερες οι πιθανότητες να πάθει επιλόχειο κατάθλιψη μία γυναίκα που θηλάζει. Επίσης έχει βρεθεί ότι οι γυναίκες την περίοδο που απογαλακτούν, είτε είναι στις πέντε μέρες είτε στους 5 ή 10 μήνες, είναι πιο ευαίσθητες στο να εμφανίσουν επιλόχειο κατάθλιψη. Έχει να κάνει με τις ορμόνες οπωσδήποτε, γιατί τις ορμόνες που εκκρίνονταν στην περίοδο του θηλασμού τις χάνεις τότε, την υποστήριξη δηλαδή που είχες για να είσαι καλά δεν την έχεις πια. Αν υπάρχει λοιπόν και κάποιο ιστορικό ή κάποιες συνθήκες απομόνωσης ή άλλων δυσκολιών τότε μπορεί να εμφανιστεί η κατάθλιψη. Πράγματι όμως οι γυναίκες που θηλάζουν παρουσιάζουν μικρότερα ποσοστά. Όμως παρόλο που οι έρευνες δείχνουν αυτό, πολύ συχνά αυτό που βλέπουμε μια γυναίκα που δεν νιώθει πολύ καλά και θηλάζει, όλοι γύρω της να την προτρέπουν να αποθηλάσει για να ξεκουραστεί και να νιώσει καλύτερα, χωρίς να υπάρχει κατανόηση και από πολλούς επαγγελματίες υγείας ότι ο θηλασμός ουσιαστικά υποστηρίζει την καλή διάθεση της μητέρας, στις περισσότερες περιπτώσεις τουλάχιστον. Το να αποθηλάσει μια μαμά είναι πολύ δύσκολη απόφαση αν δεν είναι δική της και συνειδητή, γιατί μπορεί να ακολουθηθεί από πολύ έντονα συναισθήματα αποτυχίας και απογοήτευσης κάτι τέτοιο».

Η Φωτεινή Ρηγίζου από την άλλη δεν έχει υπόψη της τη συγκεκριμένη έρευνα. Ωστόσο μοιράζεται το εξής: «Ξέρω ότι στην περίπτωση που η γυναίκα καταφέρει να θηλάσει την ενισχύει πάρα πολύ στην ψυχολογία της γιατί αισθάνεται ικανή να θρέψει το μωρό της. Αντίθετα όταν μια γυναίκα έχει επιλόχειο κατάθλιψη της είναι αδύνατον να καταφέρει να θηλάσει. Δεν μπορεί, είναι τόσο χαμηλά η ψυχολογία της. Αυτό που αισθάνεται μια γυναίκα στην επιλόχειο κατάθλιψη είναι ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα, δεν μπορεί να μεγαλώσει το μωρό της και αυτό την πάει και στο να μην προσπαθήσει να θηλάσει, γιατί ο θηλασμός θέλει μια προσπάθεια και μία πίστη στα πράγματα».

Θηλασμός με δυσκολίες

Τα πράγματα δεν είναι πάντα ρόδινα βέβαια, και υπάρχουν γυναίκες ανάμεσα μας που δυσκολεύονται πολύ με τον θηλασμό, που τον διακόπτουν αργά ή γρήγορα μην μπορώντας να ανταποκριθούν στις δυσκολίες. Τι κάνουμε σε αυτή την περίπτωση για να τις στηρίξουμε;ς Τις ενθαρρύνουμε να συνεχίσουν ή όχι; «Είναι δικαίωμα κάθε γυναίκας και κάθε μωρού να έχει κοντά της επαγγελματίες υγείας που θα την υποστηρίξουν με πληροφορίες που έχουν επιστημονική τεκμηρίωση», εξηγεί η Μαρία Φερτάκη και συνεχίζει: «Να της δοθούν σωστές οδηγίες για το πώς να τοποθετήσει το μωρό στο στήθος, τη διάρκεια και τη συχνότητα του θηλασμού, τι να κάνει για τις πονεμένες θηλές, πώς να αντιμετωπίσει την κατάσταση που το μωρό δεν παίρνει σωστά βάρος. Υπάρχει ένα μικρό ποσοστό, γύρω στο 1% τόσο μικρό, γυναικών που δεν μπορούν να θηλάσουν αποκλειστικά, που δεν θα έχουν μια πλήρη παραγωγή. Αλλά είναι πολύ λίγες αυτές οι γυναίκες που ανατομικά ή ενδοκρινολογικά θέματα τις εμποδίζουν να θηλάσουν.

Οι περισσότερες γυναίκες με σωστές οδηγίες διαχείρισης του θέματος θηλασμός μπορούν να θηλάσουν αποκλειστικά. Οπωσδήποτε όμως αν έχεις προσπαθήσει πολύ και παρόλα αυτά δεν μπορείς να πετύχεις τον αποκλειστικό θηλασμό μπορείς να κάνεις μικτό θηλασμό και να νιώθεις ότι έχεις κάνει το καλύτερο που μπορείς και όλοι γύρω σου φυσικά να σε στηρίξουν σε αυτό. Δεν θα αφήσουμε ένα μωρό να πεινάσει για να θηλάσει μια γυναίκα αποκλειστικά. Είναι προτεραιότητα ένα μωρό να τρώει και να αναπτύσσεται σωστά, και στους συμβούλους θηλασμού και σε όλους τους επαγγελματίες υγείας. Αυτό όμως αφού πρώτα προσπαθήσεις να στηρίξεις την καλύτερη αρχή που είναι το μωρό να θηλάσει και να πάρει όλα τα στοιχεία που θα πάρει μέσα από αυτό για την υγεία του και τώρα και αργότερα και για τη μητέρα. Είναι μια σύνθετη διαδικασία σίγουρα και θέλει εκπαίδευση των ανθρώπων για το πώς να το χειρίζονται υπεύθυνα».

Η Φωτεινή Ρηγίζου με τη σειρά της σημειώνει: «Το ότι δεν έχει αρκετό γάλα είναι ένας μύθος που έχει κατασκευαστεί για τον θηλασμό. Ο θηλασμός είναι μια απόλυτα φυσική διαδικασία. Όσο το παιδί είναι στο στήθος και βυζαίνει, το γάλα παράγεται. Σίγουρα υπάρχουν γυναίκες που δυσκολεύονται και αυτό έχει να κάνει με πολλούς παράγοντες. Θέλουν μια προετοιμασία οι θηλές κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης για παράδειγμα, θέλει βοήθεια η γυναίκα από τη μαία της, τον γιατρό της και το περιβάλλον της γενικότερα ώστε να υποστηρικτεί να θηλάσει».

«Εμείς πάντα ενθαρρύνουμε τον θηλασμό αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εξαναγκάζουμε τη μαμά ντε και καλά να θηλάσει. Ενθαρρύνουμε τον θηλασμό δεν σημαίνει ότι απλά κάνουμε κύρηγμα για το πόσο καλό πράγμα είναι ο θηλασμός» τονίζει η ίδια και συμπληρώνει:

«Όταν μια γυναίκα έχει δυσκολία ή το σκέφτεται ή έχει επιφυλάξεις, καλό θα είναι να την ακούσεις.  Τι είναι αυτό που την κάνει να είναι πιο καχύποπτη, τι την φοβίζει, ποια είναι η δική της ανάγκη»

«Ασφαλώς και πάντα η απόφαση για το κάθε άνθρωπο στο τι θα κάνει με το σώμα του είναι δική του. Έχει δικαίωμα να πει όχι στον θηλασμό. Αλλά είναι σημαντικό να διερευνήσει κανείς για ποιο λόγο το λέει, χρειάζεται να το ακούσει κανείς αυτό», καταλήγει η Φωτεινή Ρηγίζου.

Ο ρόλος του συντρόφου, της οικογένειας, της κοινωνίας

Μία γυναίκα μπορεί να είναι μόνη της την ώρα που θηλάζει το μωρό της αλλά δεν είναι μόνη της σε αυτή τη ζωή, ζει σε ένα κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον και οπωσδήποτε αυτό παίζει κάποιον ρόλο στην καλή ή κακή ψυχολογία της. Κι αν όλα πάνε καλά, τότε σίγουρα όλα θα είναι γενικά καλύτερα. Αν όμως μια γυναίκα δεν θέλει να θηλάσει είτε δυσκολεύεται πολύ να το κάνει τι πρέπει να κάνει το περιβάλλον της;

«Μια γυναίκα αποφασίζει για το τι θα κάνει με το σώμα της», σημειώνει η Μαρία Φερτάκη και συνεχίζει: «Καταρχάς χρειάζεται να υποστηρίζουμε μια γυναίκα για να έχει τον καλύτερο δυνατό τοκετό που μπορεί να έχει, το οποίο συνδέεται πολύ με τον θηλασμό. Μια γυναίκα που θα κάνει φυσικό τοκετό έχει μεγάλη αυτοπεποίθηση μετά, έχει μεγάλη χαρά, έχει ορμόνες που θα τη βοηθήσουν να ξεκινήσει τον θηλασμό, και θα θελήσει ίσως σε μεγαλύτερο ποσοστό να θηλάσει από μία γυναίκα που νιώθει ότι έχει κακοποιηθεί από τον τοκετό της. Το «Δεν θέλω να θηλάσω» είναι απόλυτα σεβαστό στον βαθμό που έχει να κάνει με πραγματική απόφαση. Το να υπάρχουν άτομα κοντά στη γυναίκα που θα την ακούσουν, που θα επιβεβαίωσουν οποιαδήποτε απόφαση της είναι πολύ σημαντικό είτε η απόφαση είναι υπέρ του θηλασμού είτε κατά. Αυτό είναι πάντα προτεραιότητα, γιατί υπάρχουν γυναίκες που έχουν κακοποιηθεί, που έχουν τραυματιστεί με διάφορους τρόπους ψυχολογικά και που μπορεί ο θηλασμός να είναι κάτι που δεν μπορούν να το αντιμετωπίσουν και την εγγύτητα που φέρνει. Από την άλλη άλλες γυναίκες σε ανάλογες καταστάσεις, που έχουν υποστηρικτεί καλά, βρίσκουν ότι ο θηλασμός είναι ένας τρόπος να ξεπεράσουν το τραύμα τους μέσα από τη σύνδεση που φέρνει με το μωρό τους. Αλλά ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και οι σύμβουλοι θηλασμού ως επαγγελματίες υγείας οφείλουν να συναντήσουν τη κάθε γυναίκα εκεί που βρίσκεται. Πάντα θα σεβαστούμε την απόφασή της».

«Ίσως επειδή είμαι από την άλλη πλευρά, συνήθως ακούω το ανάποδο. Συνήθως ακούω τη γυναίκα που θέλει να θηλάσει αποκλειστικά και που τη λένε υπερβολική και θα της πουν δεν πειράζει και το παιδί σου να πιει κι άλλο γάλα και τώρα συνέχεια θα θηλάζεις και ας σε βοηθήσει κι ο μπαμπάς σε ένα μπουκάλι. Και στις δύο περιπτώσεις νομίζω οι γυναίκες «τα ακούνε». Είτε αποφασίσει να θηλάσει θα βρεθεί κάποιος να πει κάτι για εκείνη είτε αποφασίσει να μην το κάνει κάποιος θα την κατακρίνει.Το σημαντικό είναι να δεχόμαστε τη δική της επιθυμία» σημειώνει η Μαρία Φερτάκη.

Για τον ρόλο του συντρόφου μίας γυναίκας που θηλάζει μιλά η Φωτεινή Ρηγίζου: «Αυτό που πρέπει να κάνει ο σύντροφος είναι να τη φροντίσει. Η θηλάζουσσα μητέρα θέλει  πέρα από πολύ καλή διατροφή και ύπνο που έχει ανάγκη γιατί ο θηλασμός είναι κάτι πολύ κουραστικό -υπάρχει μια τεράστια απώλεια θερμιδών κάθε φορά που θηλάζει η μητέρα- φροντίδα, κατανόηση και αν υπάρχει ένα μεγαλύτερο παιδάκι στο σπίτι την ώρα του θηλασμού να το απασχολεί ο σύντροφός, να μην είναι μπροστά στη διαδικασία. Πολλές φορές τα μεγαλύτερα παιδιά μπορεί να ζηλεύουν πολύ, να θέλουν να δοκιμάσουν κι εκείνα και να διακόψουν τη διαδικασία ή να παρενοχλούν τη διαδικασία του θηλασμού. Είναι σημαντικό να απασχολήσει τα μεγαλύτερα παιδιά. Αν αυτό είναι το πρώτο η μαμά θέλει φροντίδα, πολύ κατανόηση, ξεκούραση».

Η παιδοψυχίατρος αναφέρεται και στο ρόλο του ευρύτερου περιβάλλοντος το οποίο αποτελείται από τους ειδικούς υγείας. «Υπάρχει και το ιατρικό περιβάλλον, δηλαδή η μαία, ο γυναικολόγος και ο παιδίατρος. Αυτό που χρειάζεται να γίνει σαφές σε κάθε γυναίκα είναι ότι όλες οι γυναίκες μπορούμε να θηλάσουμε. Όσο βάζεις το παιδί στο στήθος το γάλα θα παράγεται. Είναι καθαρά μηχανισμός αυτός, ορμονικός και υπάρχει σε κάθε γυναικά και ενεργοποιείται μαζί με τον τοκετό. Πρέπει να ενισχυθεί η δυνατότητα του θηλασμού και από τον γυναικολόγο από τον πρώτο καιρό της εγκυμοσύνης, και από τη μαία και από τον παιδίατρο, γιατί πολλές φορές στο άγχος τους να πάρουν βάρος τα παιδιά οι παιδίατροι προτείνουν το συμπλήρωμα ή και την εξολοκλήρου χορήγηση ξένου γάλακτος. Οι περιπτώσεις που αντενδείκνυται ο θηλασμός είναι είτε όταν η μαμά παίρνει φαρμακευτική αγωγή ή όταν παρατηρηθεί ότι το ίδιο το γάλα μπορεί να προκαλέσει κάποια αλλεργία στο παιδί. Είναι ελάχιστες αυτές οι περιπτώσεις», σημειώνει η Φωτεινή Ρηγίζου.

Έχουν ακούσει οι ειδικοί της υγείας περιπτώσεις bullying σε γυναίκες που αποφάσισαν να μη θηλάσουν; Η Μαρία Φερτάκη τονίζει: «Ίσως επειδή είμαι από την άλλη πλευρά, συνήθως ακούω το ανάποδο. Συνήθως ακούω τη γυναίκα που θέλει να θηλάσει αποκλειστικά και που τη λένε υπερβολική και θα της πουν δεν πειράζει και το παιδί σου να πιει κι άλλο γάλα και τώρα συνέχεια θα θηλάζεις και ας σε βοηθήσει κι ο μπαμπάς σε ένα μπουκάλι. Και στις δύο περιπτώσεις νομίζω οι γυναίκες «τα ακούνε». Είτε αποφασίσει να θηλάσει θα βρεθεί κάποιος να πει κάτι για εκείνη είτε αποφασίσει να μην το κάνει κάποιος θα την κατακρίνει.Το σημαντικό είναι να δεχόμαστε τη δική της επιθυμία».

Η Φωτεινή Ρηγίζου αναφέρει ότι σίγουρα η κοινωνία μας δεν είναι επικριτική προς μία γυναίκα που δεν θηλάζει και εξηγεί: «Δεν είμαστε μια κοινωνία που θα έμπαινε στη διαδικασία να παρενοχλήσει ή να επικρίνει μια γυναίκα που δεν θηλάζει. Αν σκεφτεί κανείς ότι το ποσοστό των γυναικών που είναι καπνίστριες στην Ελλάδα, είναι πολύ αυξημένο τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα γνωρίζοντας ότι κατά τον θηλασμό δεν έχουν τη δυνατότητα να καπνίσουν, πέρα από ένα τσιγάρο μετά από κάθε γεύμα, αφού έχει φύγει το γάλα, οι περισσότερες δεν μπαίνουν εύκολα σε αυτή τη διαδικασία. Υπάρχει αυτή η αγωνία του να γεννήσω και να καπνίσω. Δεν έχω υπόψη μου να υπάρχει αυτό το φαινόμενο bullying γυναικών που δεν θηλάζουν».

Διάρκεια του θηλασμού

Το ποσοστό των βρεφών που θήλασαν αποκλειστικά το πρώτο 24ωρο βρέθηκε 66% και μειώθηκε στο 51% στο τέλος της πρώτης εβδομάδας. Στο τέλος του πρώτου μήνα συνέχισαν να θηλάζουν αποκλειστικά 40% και τους επόμενους μήνες σημειώθηκε σταδιακή πτώση φτάνοντας στο τέλος του 4ου μήνα στο ποσοστό 25%. Στη συνέχεια η μείωση των ποσοστών ήταν ραγδαία καταλήγοντας σε σχεδόν μηδενικά ποσοστά (0,8%) στο τέλος του 6ου μήνα, αναφέρει η μελέτη του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού.

Σύμφωνα με τον ΠΟΥ αυτό το εξάμηνο είναι το ενδεδειγμένο διάστημα του αποκλειστικού θηλασμού. Γενικώς οι οργανισμοί υγείας βγάζουν κανόνες και οδηγίες για το πώς, πότε, γιατί και ως πότε πρέπει να θηλάζεις. Τι είναι πιο καλό για την ψυχολογία μιας γυναίκας όμως. Να ακολουθεί τους κανόνες ή να περιμένει πότε θα νιώσει έτοιμη;

Σύμφωνα με τη Μαρία Φερτάκη: «Μια καινούργια μητέρα τους έξι μήνες τους βλέπει πάρα πολύ μακριά. Ο στόχος της είναι να βγάλει μια μέρα, μια βδομάδα, τις σαράντα μέρες. Αν φτάσεις στους δύο τρεις μήνες αρχίζεις και βλέπεις τους έξι. Όταν φτάσεις στους έξι μήνες αυτό που αλλάζει είναι ότι αρχίζεις να δίνεις και στέρεες τροφές δεν σταματά ο θηλασμός τελείως. Από εκεί και πέρα ανάλογα με τις συνθήκες τις εργασιακές και τις οικογενειακές ο θηλασμός μπορεί να συνεχίσει, σύμφωνα με τους περισσότερους οργανισμούς υγείας για δύο χρόνια και από εκεί και πέρα για όσο διάστημα θέλει η μητέρα και το μωρό».

Η Φωτεινή Ρηγίζου σημειώνει: «Μακάρι να μπορούσε να γίνει όταν ένιωθε έτοιμη η μητέρα. Το παιδί δεν θα είναι ποτέ έτοιμο. Το παιδί δυσκολεύεται πάρα πολύ να απογαλακτιστεί. Το εξάμηνο είναι το διάστημα που έχει οριστεί γιατί μετά μπαίνουν οι στέρεες τροφές. Μετά αρχίζει το κουτάλι. Οπότε θεωρητικά αφού αρχίζει το κουτάλι, μπορούν να μπουν κι άλλες τροφές στο διαιτολόγιο του παιδιού, οπότε δεν είναι το γάλα η κυρίως τροφή του. Και μάλιστα λέγεται ότι με το πέρασμα του χρόνου το μητρικόι γάλα δεν είναι ίδιο σε βιταμίνες, σε στοιχεία που χρειάζεται ο οργανισμός, εξασθενεί. Από εκεί και πέρα ο θηλασμός πέρα από τη διαδικασία της διατροφής, της συντήρησης της ζωής στο παιδί, αποτελεί και ένα ψυχολογικό τάισμα. Είναι ένας τρόπος, ίσως ο πιο ισχυρός τρόπος που έχει η μαμά να δεθεί με το βρέφος της. Οπότε αυτό το περί ετοιμότητας είναι σχετικό. Είναι τόσο δυνατό το δέσιμο της μαμάς που δυσκολεύεται και η ίδια να απογαλακτίσει το παιδί της και εκείνο από την ίδια. Το εξάμηνο νομίζω ότι είναι μια πολύ ασφαλής διάρκεια θηλασμού, απο εκεί και πέρα και ο ένας χρόνος αν είναι κάτι που το θέλει και η μητέρα είναι εντάξει. Πέρα από το χρόνο όμως θεωρώ ότι είναι υπερβολή». Μοιραία ρωτώ αν πρέπει να μας προβληματίζει αν ένα παιδί 3,5 ετών θηλάζει ακόμα.

Η Φωτεινή Ρηγίζου απαντά: «Ο θηλασμός στα 3 χρόνια δεν έχει να βοηθήσει πουθενά, πιθανώς να έρθει και να δυσκολέψει. Σε δεκαετίες παλιότερες, όπως το 50 και το 60 στις οποίες ήταν η οικονομική κατάσταση πολύ δύσκολη και δεν υπήρχε τροφή για τα παιδιά λόγω του προηγούμενου πολέμου, ήταν πολύ συνηθισμένο οι μαμάδες να θηλάζουν και παιδιά που πήγαιναν στο δημοτικό. Αυτό ήταν μια ανάγκη. Τώρα που υπάρχει γάλα και υπάρχει τροφή δόξα το Θεό, δεν έχει να βοηθήσει σε κάτι ο θηλασμός. Σε φυλές στη Νότιο Αφρική μπορεί να δεις πάλι να θηλάζουν τα παιδιά μέχρι μεγάλα αλλά κι εκεί έχει ένα νόημα, δεν έχει καθαρό νερό, δεν έχει πλούσια παροχή τροφής, είναι αναγκαιότητα. Αν είναι λόγω αναγκαιότητας είναι οκ, γιατί δεν είναι και μόνο ένα το παιδί που θηλάζει, όλα τρώνε από το στήθος της μαμάς τους στη φυλή λόγω κατάστασης. Αν όμως είναι επειδή εκ πεποιθήσεως η μαμά θέλει να το θηλάζει όσο μπορεί, είναι λίγο ιδιαίτερα τα πράγματα, είναι άλλες οι συνθήκες. Εκεί μπορεί να δημιουργήσει δυσκολίες στο να αυτονομηθεί το παιδί».

Η Μαρία Φερτάκη δεν συμφωνεί με τα παραπάνω. «Στην ιστορία της ανθρωπότητας είναι το πιο συνηθισμένο σενάριο. Τα παιδιά μετά τους έξι μήνες τρώνε κι άλλες τροφές, και μετά τον δεύτερο χρόνο τρώνε όλο και περισσότερες. Το μητρικό γάλα παραμένει ως ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος, το οποίο θέλει γύρω στα 2,5 – 3 χρόνια για να πεις ότι έχει στηθεί, οπότε σε αυτή την περίοδο το να έχει την ενίσχυση από το μητρικό γάλα συν τη σύνδεση με τη μητέρα που το βοηθά να δημιουργησεί την πρώτη ασφαλή σύνδεση και από εκεί και πέρα να μπορεί να κάνει και άλλες σχέσεις ασφαλείς στη ζώη του ένας άνθρωπος, είναι σημαντικό.

Στον δυτικό κόσμο, ναι, φαίνεται λίγο περίεργο να δεις ένα παιδάκι 3,5 χρονών να θηλάζει αλλά αυτό έχει να κάνει πιο πολύ με τις συνθήκες στις οποίες ζούμε, με τις γυναίκες που επιστρέφουν στην δουλειά πάρα πολύ νωρίς, με όλες αυτές τις υποχρεώσεις, παρά με κάτι που είναι περίεργο από άποψη βιολογίας ή επιβαρρυντικό για την ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού. Δεν μπορώ πω το πόσο διάστημα είναι το καλύτερο. Κάθε γυναίκα πρέπει να αποφασίζει τι ταιριάζει σε εκέινη και την οικογένειά της. Είτε αποφασίσει ότι «το παιδί μου πρέπει να θηλάσει περισσότερο από ότι είχα υπολογίσει και θα το αφήσω και είμαι ok με αυτό και θέλω την υποστήριξη της οικογένειάς μου και της κοινωνίας για να το κάνω», είτε αποφασίσει ότι «εγώ μέχρι εδώ ήθελα και θα σταματήσω». Δεν υπάρχει ανώτατο όριο για να πεις από εδώ και πέρα είναι  κακό. Το σημαντικό είναι να μην είναι κάτι που μια γυναίκα νιώθει ότι πρέπει να το κάνει. Να μη νιώθει ότι πρέπει να θηλάσει μέχρι τα δύο γιατί π.χ. έτσι λένε οι Γραφές, ή να μη νιώθει ότι πρέπει να αποθηλάσει στους 6 μήνες γιατί π.χ. έτσι συστήνει  ο ψυχαναλυτής της. Δεν υπάρχει πρέπει» τονίζει.

Κεφάλαιο αποθηλασμός

Υπάρχει σωστός τρόπος να αποθηλάσει μια μαμά; Οι ειδικοί φαίνεται να συμφωνούν στο ότι το κλειδί για έναν ευκολότερο αποθηλασμό είναι να γίνει σταδιακά και εξηγεί η κάθε μία τι εννοεί. «Να μην γίνει απότομα, αυτό είναι που προσπαθούμε σε όποια ηλικία του παιδιού αποφασίσει να αποθηλάσει. Να γίνει σταδιακά και με αγάπη. Να δώσει χρόνο σε αυτό, να δώσει έναν μήνα, να δώσει δύο μήνες και σιγά σιγά να αντικαταστήσει το μητρικό γάλα είτε με άλλο γάλα είτε με τροφές. Και για την ίδια και για το σώμα της είναι πολύ σημαντικό αυτό και για το παιδί» λέει η Μαρία Φερτάκη.

Η Φωτεινή Ρηγίζου σημειώνει: «Η δική μου άποψη είναι να μη γίνει με φαρμακευτική αγωγή, γιατί αυτό είναι το πιο σύνηθες, σου κάνουν μια ένεση και σταματάει η παραγωγή. Η δική μου άποψη και για την υγεία της γυναίκας και για τη σχέση με το μωρό είναι να γίνεται σταδιακά, να κόβεις ένα ένα γεύμα. Το πρώτο γεύμα που κόβεις είναι το βραδινό, το οποίο είναι ουσιαστικά το πιο δύσκολο αλλά είναι αυτό με το οποίο ξεκινάς για να ελευθερώσει λίγο τον ύπνο και της μαμάς και του μωρού. Όσο σταματάς τα γεύματα σταδιακά κόβεται και το γάλα. Είναι δύσκολο ψυχολογικά για τις γυναίκες». Η ίδια τονίζει:  «Δεν υπάρχει δεν το δέχεται το παιδί με τίποτα. Το παιδί είναι το παιδί και φροντίζεται από τον γονιό. Ο ενήλικας είναι ο φροντιστής, το θέμα είναι πώς θα το διαχειριστεί εκείνος. Αν ο ενήλικας είναι έτοιμος να το κάνει θα κυλήσει μια χαρά ο απογαλακισμός. Σταδιακά μπορεί να πάει πολύ καλά».

Η Μαρία Φερτάκη αναφέρεται σε διαφορετικές προσεγγίσεις που μπορεί να κάνει μία μαμά στην περίπτωση που το παιδί της δυσκολεύται στον αποθηλασμό. «Εξαρτάται για ποιον λόγο θέλει να αποθηλάσει και σε ποια ηλικία του παιδιού. Αν θέλει να αποθηλάσει γιατί θέλει να γυρίσει στη δουλειά; Σε αυτή την περίπτωση μπορεί να μη θηλάζει όλη την ημέρα, αλλά να θηλάζει το βράδυ και αυτό να είναι ένας τρόπος και για να ξεκουραστεί η μητέρα όταν γυρίζει στο σπίτι και για να αποκτά ξανά σύνδεση με το παιδί. Πολύ συχνά όταν μια γυναίκα σκέφτεται τον αποθηλασμό το σκέφτεται σαν κάτι “άσπρο – μαύρο”. Δηλαδή μία μαμά μπορεί να σκέφτεται “Εγώ θα θηλάσω για εννιά μήνες και μετά θα σταματήσω”. Και όταν έρχονται αυτοί οι εννιά μήνες να βλέει ότι τα πράγματα δεν είναι μόνο άσπρα ή μαύρα. Μπορεί να μειώσει τον θηλασμό, μπορεί να τον φέρει στον βαθμό που είναι άνετος για εκείνη.

Μπορεί όμως να πει “έχω ανάγκη να έχω το σώμα μου πίσω για εμένα και θέλω να αποθηλάσω τελείως”. Εκεί είναι πολύ σημαντική η βοήθεια από τον μπαμπά, είναι σημαντικό να έχει καλή σχέση με το παιδί και να μπορεί να βοηθήσει στην διαδικασία του αποθηλασμού. Μια αποφασισμένη μαμά, όπως σε άλλα πράγματα αποφασίζει πώς θα γίνουν, και σε αυτό το θέμα από τη στιγμή που θα προσφέρει στο μωρό την αγάπη της, την παρουσία της, την αγκαλιά της, την επαφή που ήδη έχει κερδίσει από όλους αυτούς τους μήνες του θηλασμού, θα κάνει αυτό το επόμενο βήμα όταν νιώσει ότι είναι έτοιμη».

 «Ψυχολογική εξάρτηση» και θηλασμός

«Εγώ σπούδασα ψυχολογία» λέει η Μαρία Φερτάκη όταν την ρωτάω αν ο θηλασμός προκαλεί μια «ψυχολογική εξάρτηση» στο παιδί και συνεχίζει: «Όταν έκανα παιδιά χρειάστηκε αρκετά από τα πράγματα που είχα μάθει στην ψυχολογία να τα αναθεωρήσω, γιατί γενικά οι θεωρίες της ψυχολογίας έχουν μια μεγάλη έμφαση στο θέμα της ανεξαρτησίας των παιδιών, που στην πράξη τελικά αρκετές φορές δημιουργούν γυναίκες με φοβερές ενοχές επειδή θέλουν να ανταποκριθούν στα παιδιά τους που τους έχουν πολύ ανάγκη. Υπάρχει αυτό το μαύρο σύννεφο από πάνω που λέει «αν ανταποκριθώ θα κάνω ένα εξαρτημένο παιδί που πώς θα απεξαρτηθεί από εμένα». Αυτό που έχω δει στα 21 χρόνια σαν μαμά και 18 χρόνια σαν σύμβουλος θηλασμού, είναι ότι τα παιδιά που χορταίνουν φροντίδα και ασφάλεια και επαφή τα πρώτα χρόνια, είναι εκείνα που μπορούν με μεγάλη ευκολία έπειτα να ανεξαρτητοποιηθούν. Τα παιδιά που παίρνουν με το σταγονόμετρο την αγκαλιά και την φροντίδα και το βλέμμα και το νοιάξιμο τα πρώτα χρόνια το αναζητούν σε όλη τους τη ζωή».

Η Φωτεινή Ρηγίζου τονίζει με τη σειρά της «Όχι δεν υπάρχουν αυτά τα πράγματα. Μιλάμε για δεσμό μητέρας παιδιού, δεν υπάρχει εκεί ψυχολογική εξάρτηση. Το παιδί το ζητάει γιατί είναι θηλαστικό, ξέρει ότι το γάλα θα το πάρει από εκεί, ξέρει ότι έρχεται από το σώμα της μαμάς. Και είναι και μια διαδικασία που έχει πολύ καθησυχαστική δράση στα βρέφη. Πέρα από την τροφή σαν τροφή. Γι’ αυτό πολλές φορές και τα βρέφη δεν ζητούν το στήθος τόσο για να φάνε αλλά για να πιπιλίσουν λίγο τη θηλή και να χαλαρώσουν λίγο».

Θηλασμός και IQ

Ερευνητές του Πανεπιστημίου της Πελότας παρακολούθησαν 3.500 βρέφη για 30 χρόνια και το 2015 έβγαλαν το συμπέρασμα ότι η μεγαλύτερη διάρκεια θηλασμού ενός μωρού σχετίζεται με αυξημένη νοημοσύνη στην ενήλικη ζωή του. Άλλες έρευνες απορρίπτουν τη σύνδεση του θηλασμού με το IQ. Τελικά τι ισχύει από τα δύο; Οι απόψεις αποκλίνουν και πάλι.

«Επαναλαμβανόμενες έρευνες σε μεγάλα δείγματα έχουν δείξει ότι ο θηλασμός αυξάνει τα ποσοστά του IQ. Από εκεί και πέρα υπάρχουν θέματα με τις έρευνες για το πως ορίζεται ο θηλασμός. Λένε θηλασμός αλλά είναι αποκλειστικός θηλασμός, είναι έστω και ένας θηλασμός το 24ωρο; Παρόλο που φαίνεται περίεργο, γιατί λογικά θα έπρεπε να οριστεί τι εννοούμε θηλασμός όταν ελέγχουμε αυτό ακριβώς το πράγμα, αλλά πολλές φορές δεν γίνεται. Οπότε αν δεν πας στην ίδια την έρευνα να δεις ακριβώς πώς έγινε, πώς ορίστηκε ο θηλασμός, πώς μετρήθηκαν οι διάφοροι παράμετροι, μπορεί να βγαίνουν πολύ διαφορετικά συμπεράσματα. Οι έρευνες που έχουν μετρήσει αποκλειστικό θηλασμό ή μικτό θηλασμό αλλά με περισσότερο θηλασμό από ότι ξένο γάλα, επανειλλημένα βρίσκουν ότι είναι αυξημένα τα ποσοστά του IQ και των κοινωνικών δεξιοτήτων, και σε παιδικές ηλικίες αλλά και στην ενήλικη ζωή. Αν σκεφτούμε ότι 10 μονάδες στο IQ μπορούν να κάνουν τη διαφορά ανάμεσα σε έναν χαμηλόμισθο και έναν μέτριου εισοδήματος επαγγελματία είναι μια  διαφορά που θα επηρεάσει ολόκληρη τη ζωή ενός ανθρώπου. Είναι πολύ σημαντικό» σημειώνει η Μαρία Φερτάκη.

Όσο για τη Φωτεινή Ρηγίζου, η παιδοψυχίατρος απαντά: «Η δικιά μου άποψη είναι οτι πιθανώς ο θηλασμός έχει να κάνει με την συναισθηματική νοημοσύνη γιατί δημιουργείται μια πολύ καλύτερη σχέση με τη μητέρα. Τη νοημοσύνη με την έννοια της ευφυίας αυτό δεν υπάρχει, είναι εκ των ουκ άνευ. Αν σκεφτεί κανείς ότι τα παλιότερα χρόνια στα χωριά μόνο θήλαζαν αλλά υπήρχαν παιδιά με νοητική υστέρηση. Η νοημοσύνη είναι κάτι που είναι γενετικά δοσμένα, δεν είναι κάτι επίκτητο. Οι έρευνες που αναφέρονται στην οξύτητα της νοημοσύνης, την οξυδέρκεια ή τη συναισθηματική νοημοσύνη μπορεί να μιλάνε για έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης στα παιδιά που έχουν θηλάσει που αν βασίζεται σε κάτι, θα είναι στην καλή σχέση και τον καλό δεσμό που έχει το παιδί με τη μαμά. Αν αυτό έχει μια βάση ορμονική, με την έννοια των πρώτων ουσιών που παίρνει το παιδί από το γάλα, τις πρώτες πρωτείνες που είναι πολύ σημαντικές για τα νευρικά κύτταρα, ναι ισχύει αν το θέσουμε έτσι. Αλλά από την άλλη υπάρχουν πλέον τόσο καλά συμπληρώματα που είναι τόσο πολύ εξομειωμένα με το μητρικό γάλα που πια εγώ δεν πιστεύω κάτι τέτοιο, δεν πιστεύω ότι μπορεί να συνδεθεί».

Exit mobile version